Ο φελσπάρης είναι μια ομάδα ορυκτών που είναι σημαντικά συστατικά των περισσότερων μαγνητικών πετρωμάτων. Είναι κυρίως αλουμινίου και πυριτίου και χρησιμοποιούνται ευρέως στην κεραμική βιομηχανία, τη βιομηχανία γυαλιού και ως γεωλογικά δείγματα. Ο φελσπάρης είναι πιο κοινώς γνωστός στον τομέα της γεωλογίας και των υλικών. Η χρήση του είναι συνήθως γραπτή και επιστημονική, αλλά εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις που σχετίζονται με τη γεωλογία.
Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα, ενώ σπανιότερα σε καθημερινές προφορικές συνομιλίες.
English: The main mineral in granite is feldspar.
Ελληνικά: Το κύριο ορυκτό στο γρανίτη είναι ο φελσπάρης.
English: Feldspar is often used in the production of ceramics.
Ελληνικά: Ο φελσπάρης χρησιμοποιείται συχνά στην παραγωγή κεραμικών.
English: Geologists often test for feldspar in rock samples.
Ελληνικά: Οι γεωλόγοι συχνά ελέγχουν για φελσπάρη σε πετρωματικά δείγματα.
Ο φελσπάρης δεν είναι συνηθισμένος σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, λόγω της ειδικής του χρήσης στον γεωλογικό τομέα. Ωστόσο, μπορεί να δείξει τη σημασία του σε επιστημονικά πλαίσια.
English: The presence of feldspar indicates a granitic composition.
Ελληνικά: Η παρουσία του φελσπάρη υποδηλώνει γρανιτική σύνθεση.
English: Feldspar-rich rocks are often light in color.
Ελληνικά: Τα πετρώματα πλούσια σε φελσπάρη είναι συχνά ανοιχτού χρώματος.
English: In mineralogy, feldspar is a key focus of research.
Ελληνικά: Στη μεταλλογία, ο φελσπάρης είναι κεντρικό αντικείμενο έρευνας.
Η λέξη "feldspar" προέρχεται από τα γερμανικά "Feldspat", όπου "Feld" σημαίνει "πεδίο" και "Spat" σημαίνει "πέτρα" ή "ορυκτό".
Αυτή η ανασκόπηση του "feldspar" καλύπτει τις πιο σημαντικές πτυχές της λέξης στον αγγλικό και ελληνικό χώρο.