Η λέξη "fell" είναι το παρελθόν του ρήματος "fall", το οποίο σημαίνει "πέφτω". Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την κίνηση ενός αντικειμένου προς τα κάτω λόγω βαρύτητας ή τη διαδικασία κάποιου να χάσει το επιθυμητό επίπεδο (σε διάφορα συμφραζόμενα όπως συναισθηματική κατάσταση, επίπεδο συνείδησης κ.λπ.). Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται επίσης και στον προφορικό λόγο διάφορων περιστατικών.
Παραδείγματα προτάσεων
He fell off the bike and hurt his knee.
Έπεσε από το ποδήλατο και έβλαψε το γόνατό του.
She fell into a deep sleep after a long day.
Έπεσε σε βαθύ ύπνο μετά από μια κουραστική μέρα.
During the hike, he fell several times.
Κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας, έπεσε αρκετές φορές.
Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "fell"
To fell someone / To fell a tree
To fell someone means to defeat or knock someone over. To fell a tree means to cut it down.
Να ρίξω κάποιον σημαίνει να νικήσω ή να ρίξω κάποιον. Να ρίξω ένα δέντρο σημαίνει να το κόψω.
Example: The boxer was able to fell his opponent in the first round.
Παράδειγμα: Ο μποξέρ κατάφερε να ρίξει τον αντίπαλό του στον πρώτο γύρο.
Fell by the wayside
To fall by the wayside means to fail to make it or to be left behind.
Να πέσει στην άκρη σημαίνει να αποτύχει ή να μείνει πίσω.
Example: Many ideas fell by the wayside during the meeting.
Παράδειγμα: Πολλές ιδέες έπεσαν στην άκρη κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Fell into place
To fall into place means to start making sense or to work out satisfactorily.
Να έρθει σε τάξη σημαίνει να αρχίσει να έχει νόημα ή να εξελιχθεί με ικανοποιητικό τρόπο.
Example: Once we received the additional information, everything fell into place.
Παράδειγμα: Μόλις λάβαμε τις επιπλέον πληροφορίες, όλα έπεσαν στη θέση τους.
Ετυμολογία της λέξης
Η λέξη "fell" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "feallan", που σημαίνει "να πέσω". Η ρίζα της προέρχεται από την γερμανική λέξη fallan, η οποία σχετίζεται με άλλες γερμανικές γλώσσες.