Η λέξη "fenceful" είναι ένα επίθετο.
/fɛnsfəl/
Η λέξη "fenceful" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι γεμάτο ή έχει ειδικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με φράκτες. Συχνά, η λέξη μπορεί να υποδηλώνει έναν χώρο που είναι αποκλεισμένος ή προστατευμένος από εξωτερικούς παράγοντες. Χρησιμοποιείται σπάνια στην καθημερινή γλώσσα και περισσότερο σε πιο ειδικά ή λογοτεχνικά κείμενα. Είναι πιο πιθανό να συναντηθεί σε γραπτό κείμενο παρά σε προφορικό λόγο.
The garden was quite fenceful, providing a safe haven for the children.
Ο κήπος ήταν πολύ φρακτικός, παρέχοντας μια ασφαλή καταφύγιο για τα παιδιά.
In the fenceful yard, the dogs could play without fear of running away.
Στον φρακτικό κήπο, τα σκυλιά μπορούσαν να παίζουν χωρίς φόβο να απομακρυνθούν.
The fenceful property offered privacy from the busy street.
Η φρακτική ιδιοκτησία προσέφερε ιδιωτικότητα από τον πολυσύχναστο δρόμο.
Η λέξη "fenceful" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν παρακάτω προτάσεις για να τονίσουν το νόημά της στο συμφραζόμενο.
Fenced in by their fears, they never ventured outside the fenceful walls of their comfort zone.
Φρακτωμένοι από τους φόβους τους, ποτέ δεν τόλμησαν να βγουν έξω από τους φρακτικούς τοίχους της ζώνης άνεσής τους.
The fenceful environment helped her focus better on her studies.
Το φρακτικό περιβάλλον την βοηθούσε να συγκεντρώνεται καλύτερα στις σπουδές της.
With a fenceful perspective, it's easier to see the world through a safer lens.
Με μια φρακτική προοπτική, είναι πιο εύκολο να δεις τον κόσμο μέσα από ένα ασφαλέστερο πρίσμα.
Η λέξη "fenceful" προέρχεται από τη λέξη "fence" που σημαίνει "φράκτης" και η προσθήκη του επιθημένου "-ful" υποδηλώνει ότι κάτι διαθέτει την ποιότητα ή την ποσότητα του φράκτη.
Συνώνυμα: - περιφραγμένος - προστατευμένος
Αντώνυμα: - ανοιχτός - εκτεθειμένος