Το "fencing saloon" είναι ένα φράση που περιλαμβάνει δύο λέξεις: - "fencing" (ρήμα). - "saloon" (ουσιαστικό).
/fɛn.sɪŋ səˈluːn/
Το "fencing" αναφέρεται κυρίως στη δραστηριότητα του ξιφασκίας, ενώ το "saloon" μπορεί να αναφέρεται σε ένα είδος μπαρ ή ταβέρνας, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου παραδοσιακά σερβίρονταν ποτά και προσφέρονταν ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Το συγκεκριμένο συνδυασμός λέξεων δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενος και μπορεί να έχει ιδιαίτερο νόημα σε συγκεκριμένο πλαίσιο, όπως αναφέρεται σε κριτικές ή αποτυπώσεις διασκεδατικών χώρων.
Συχνότητα Χρήσης: Ρητό και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό κείμενο στην πολιτιστική ή ιστορική αναφορά.
"We visited the fencing saloon to watch the tournament."
"Επισκεφτήκαμε το σαλόνι ξιφασκίας για να παρακολουθήσουμε το τουρνουά."
"The fencing saloon was a popular spot in the old western town."
"Το σαλόνι ξιφασκίας ήταν ένα δημοφιλές μέρος στην παλιά δυτική πόλη."
Η φράση "fencing saloon" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο η λέξη "fencing" έχει συμβολικό χαρακτήρα και μπορεί να σχετίζεται με ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν ήδη καταστάσεις ή αγώνες.
"He was fencing with words during the debate."
"Ξιφασκούσε με λέξεις κατά τη διάρκεια της συζήτησης."
"She felt like she was fencing against an army of critics."
"Ένιωθε ότι ξιφομαχούσε ενάντια σε έναν στρατό κριτικών."
"In the fencing match, every point counts."
"Στον αγώνα ξιφασκίας, κάθε πόντος μετράει."
Συνώνυμα: - Fencing: duel, swordplay - Saloon: tavern, pub, bar
Αντώνυμα: - Fencing: peace, reconciliation - Saloon: empty space, void