Η λέξη "fend" αναφέρεται σε πράξεις άμυνας ή προστασίας από κάτι κακό ή ανεπιθύμητο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη να αποκρούσεις ή να απαλλαγείς από μια απειλή, είτε αυτή είναι φυσική είτε μεταφορική. Η συχνότητα χρήσης του "fend" είναι μέτρια, με περισσότερη εμφάνιση σε γραπτούς κειμενικούς συμφραζόμενους, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
Έπρεπε να αμυνθεί μόνη της όταν οι γονείς της μετακόμισαν.
The dog managed to fend off the intruder.
Η λέξη "fend" χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
You need to fend off any negative influences in your life.
Fend for oneself: Να προσπαθείς να διαχειριστείς τον εαυτό σου χωρίς βοήθεια.
After her parents divorced, she had to fend for herself.
Fend off temptation: Να αντισταθείς σε πειρασμούς.
Η λέξη "fend" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "fendan", η οποία είχε τη σημασία του "να αμυνθεί". Σημαντική είναι επίσης η σύνδεσή της με τη γερμανική λέξη "fenden", που σημαίνει επίσης "να προστατεύεις".