Φυσική ορολογία / ουσιαστικό
/ˌfɛrɪˈmæɡnɪtɪzm/
Ο φεριμαγνητισμός αναφέρεται σε μια μορφή μαγνητισμού όπου οι μαγνητικές στιγμές δύο ή περισσότερων τύπων ιόντων πηγαίνουν σε αντίθετες κατευθύνσεις, αλλά δεν εξουδετερώνονται πλήρως, με αποτέλεσμα να υπάρχουν εναπομείναντα μαγνητικά χαρακτηριστικά. Οι ουσίες που παρουσιάζουν φεριμαγνητισμό χαρακτηρίζονται από συνδυασμούς παραμαγνητικών και αντιμαγνητικών χαρακτηριστικών. Η χρήση αυτού του όρου είναι κοινή σε επιστημονικά κείμενα και συζητήσεις σχετικά με τη φυσική και τα υλικά.
Ο όρος "ferrimagnetism" χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε επιστημονικές έρευνες και δημοσιεύσεις.
Ο φεριμαγνητισμός είναι μια βασική έννοια στη επιστήμη των υλικών.
Many magnetic materials exhibit ferrimagnetism under certain conditions.
Πολλά μαγνητικά υλικά επιδεικνύουν φεριμαγνητισμό υπό συγκεκριμένες συνθήκες.
Understanding ferrimagnetism can lead to advancements in technology.
Ο όρος "ferrimagnetism" δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν επιστημονικές φράσεις που σχετίζονται με το φαινόμενο. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
Η μελέτη του φεριμαγνητισμού ανοίγει νέες προοπτικές στον τομέα του μαγνητισμού.
"Ferrimagnetism plays a critical role in the performance of magnetic materials."
Ο φεριμαγνητισμός παίζει κρίσιμο ρόλο στην απόδοση των μαγνητικών υλικών.
"In ferrimagnetic materials, the alignment of magnetic moments can vary significantly."
Η λέξη "ferrimagnetism" προέρχεται από το "ferri-" που σχετίζεται με τον σίδηρο (fe) και "magnetism", που σημαίνει μαγνητισμός. Ο συνδυασμός αυτός αναφέρεται στις μαγνητικές ιδιότητες των υλικών που περιέχουν σίδηρο και άλλες μεταλλικές ενώσεις.
Συνώνυμα: - μαγνητισμός - φερρομαγνητισμός (σε ορισμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - αντιμαγνητισμός - παραμαγνητισμός
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν το θέμα του "ferrimagnetism" με τις αντίστοιχες λεπτομέρειες και παραδείγματα.