Η φράση "ferroelectric amplifier" είναι ουσιαστικό.
/ˌfɛroʊɪˈlɛktrɪk æmˈplɪfaɪər/
Ο φερροηλεκτρικός ενισχυτής είναι μια ηλεκτρονική συσκευή που ενσωματώνει την ιδιότητα των φερροηλεκτρικών υλικών, τα οποία μπορούν να διατηρούν μια πολωμένη κατάσταση και να αυξάνουν την αντίσταση σε ηλεκτρικό πεδίο. Οι φερροηλεκτρικοί ενισχυτές χρησιμοποιούνται κυρίως σε εφαρμογές που απαιτούν υψηλές ταχύτητες και ευαισθησία.
Στη γλώσσα Αγγλικά, ο όρος "ferroelectric amplifier" χρησιμοποιείται κυρίως στο πεδίο των ηλεκτρονικών και της φυσικής. Έχει μια πιο τεχνική και επιστημονική χροιά, και η συχνότητά του είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε ερευνητικά άρθρα και τεχνικές αναλύσεις, παρά στον προφορικό λόγο.
Ο φεροηλεκτρικός ενισχυτής παρέχει βελτιωμένη απόδοση σε εφαρμογές υψηλής συχνότητας.
Researchers are exploring new materials for ferroelectric amplifiers to improve efficiency.
Οι ερευνητές εξερευνούν νέα υλικά για φεροηλεκτρικούς ενισχυτές προκειμένου να βελτιώσουν την αποδοτικότητα.
The design of the ferroelectric amplifier allows for low distortion in signal processing.
Η φράση "ferroelectric amplifier" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, λόγω της εξειδικευμένης φύσης της. Ωστόσο, μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένα τεχνικά πλαίσια. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που μπορούν να περιγραφούν στο πλαίσιο χρήσης της λέξης:
Η χρήση ενός φεροηλεκτρικού ενισχυτή μπορεί να οδηγήσει σε επαναστάσεις στις τεχνολογίες ασύρματης επικοινωνίας.
A compact ferroelectric amplifier is essential in modern electronics for miniaturization.
Ένας συμπαγής φεροηλεκτρικός ενισχυτής είναι ουσιώδης στη σύγχρονη ηλεκτρονική για τη μινιμαλιστική σχεδίαση.
The integration of a ferroelectric amplifier in a circuit can significantly reduce noise.
Ο όρος "ferroelectric" προέρχεται από το συνδυασμό "ferro" (από το λατινικό "ferrum" που σημαίνει σίδηρος) και "electric," αναφερόμενος στην ηλεκτρική πολικότητα, καθώς τα φερροηλεκτρικά υλικά είχαν αρχικά ανακαλυφθεί σε κρυστάλλους σιδήρου. Ο όρος "amplifier" προέρχεται από το λατινικό "amplificare," που σημαίνει να επεκτείνεις ή να διευρύνεις.
Συνώνυμα: - Ενισχυτής - Οργανοενισχυτής
Αντώνυμα: - Αποδυναμωτής - Ελάττωμα