Fetial είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈfiːʃəl/
Η λέξη "fetial" προέρχεται από το λατινικό "fetialis" και αναφέρεται σε μια αρχαία ρωμαϊκή πρακτική των ιερέων που ήταν υπεύθυνοι για τις τελετές και τις διαδικασίες που αφορούν τη δήλωση πολέμου ή τη συμφωνία ειρήνης. Χρησιμοποιείται συνήθως σε ιστορικά ή νομικά πλαίσια για να περιγράψει συγκεντρώσεις που αφορούν δημόσιες υποθέσεις και ορίζει μια ειδική θέση μέσα στη ρωμαϊκή ιεραρχία.
Η χρήση της λέξης είναι περιορισμένη και σπάνια σε σύγχρονα κείμενα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα που σχετίζονται με την ιστορία ή τη νομική επιστήμη, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
The fetial priests conducted the rituals necessary for declaring war.
Οι φετιαλοί ιερείς διεξήγαγαν τις τελετές που ήταν απαραίτητες για την κήρυξη πολέμου.
In ancient Rome, fetial ceremonies were crucial in establishing peace treaties.
Στην αρχαία Ρώμη, οι φετιαλές τελετές ήταν καθοριστικές για την ίδρυση συνθηκών ειρήνης.
The role of a fetial was respected as a mediator between conflicting parties.
Ο ρόλος ενός φετιαλού ήταν σεβαστός ως μεσολαβητής ανάμεσα σε συγκρουόμενα μέρη.
Η λέξη "fetial" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην σύγχρονη αγγλική γλώσσα, λόγω του εξειδικευμένου της σημασίας της. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί η χρήση των ριζών της σε κείμενα που σχετίζονται με τη ρωμαϊκή ιστορία.
Η λέξη "fetial" προέρχεται από τη λατινική λέξη "fetialis", που σημαίνει «ιερές πράξεις» ή «κρατικές υποθέσεις». Συνδέεται με τη λέξη "fas", που σημαίνει το επιτρεπτό ή το θεϊκά αποδεκτό.
Συνώνυμα: ritualistic, ceremonial
Αντώνυμα: secular, profane
Η λέξη "fetial" χρησιμοποιείται κυρίως σε ιστορικά και νομικά περιγράμματα και δεν έχει ευρεία χρήση με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη σύγχρονη γλώσσα.