Η φράση "feto-maternal incompatibility" είναι ουσιαστικό.
/fɛtoʊ ˌmeɪtəˈrnəl ˌɪnkəmˈpætəˌbɪlɪti/
Η "feto-maternal incompatibility" αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία το αίμα του εμβρύου και της μητέρας έχουν διαφορετικούς τύπους αίματος ή άλλες ανοσολογικές διαφορές, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα στην εγκυμοσύνη. Αυτή η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές, όπως η αιμολυτική νόσος του νεογνού.
Η εμβρυϊκή-μητρική ασυμβατότητα μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας για το νεογνό.
Doctors monitor for feto-maternal incompatibility during prenatal check-ups.
Οι γιατροί παρακολουθούν για εμβρυϊκή-μητρική ασυμβατότητα κατά τη διάρκεια των προγεννητικών εξετάσεων.
If feto-maternal incompatibility is detected, treatment options are discussed.
Ο όρος "feto-maternal incompatibility" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, είναι βασικός σε ιατρικά συμφραζόμενα και οι σχετικές φράσεις θα περιλαμβάνουν συνήθεις προτάσεις αναφορικά με τις πολυπλοκότητες της εγκυμοσύνης.
Η έγκαιρη ανίχνευση της εμβρυϊκής-μητρικής ασυμβατότητας είναι κρίσιμη για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων.
Understanding feto-maternal incompatibility helps in providing better antenatal care.
Η φράση προέρχεται από τις λέξεις "feto-" (που σχετίζεται με το έμβρυο) και "maternal" (που σχετίζεται με τη μητέρα), με το "incompatibility" που σημαίνει ασυμβατότητα.
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια αναλυτική εικόνα της φράσης "feto-maternal incompatibility".