Fibred - Επίθετο
[ˈfaɪbərd]
Η λέξη fibred προέρχεται από την αγγλική λέξη fiber (ίνες) και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει ίνες ή αποτελείται από ίνες. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα, όπως στον τομέα των υλικών ή της βιολογίας.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη fibred δεν είναι πολύ κοινή στην καθημερινή ομιλία, αλλά μπορεί να απαντηθεί σε πιο εξειδικευμένα κείμενα ή διαλόγους.
Προφορικός ή Γραπτός Λόγος: Είναι πιο συχνά παρούσα στο γραπτό κείμενο, κυρίως σε επιστημονικά ή τεχνικά άρθρα.
Το ύφασμα είναι ινώδες, γεγονός που το καθιστά δυνατό και ανθεκτικό.
Fibred materials are often used in construction.
Η λέξη fibred δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συναντήσουμε κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με τη χρησιμότητα των ινών.
"Κάθε ινώδης κλωστή μετρά στην ταπισερί της ζωής."
"You can’t always judge a fibred fabric by its appearance."
"Δεν μπορείς πάντα να κρίνεις ένα ινώδες ύφασμα από την εμφάνισή του."
"In a fibred world, every connection matters."
Η λέξη fibred προέρχεται από την αγγλική λέξη fiber, που προέρχεται από τη λατινική λέξη fibrā (ίνες) και σημαίνει "ίνες" ή "κλωστές".
Συνώνυμα: - Fiberlike (ινώδης) - Threaded (κλωστές)
Αντώνυμα: - Smooth (απαλής) - Non-fibrous (μη ινώδης)