Η φράση "fictile deity" χρησιμοποιείται σπανίως και είναι πιο κοινή σε ακαδημαϊκά ή θεολογικά κείμενα που αναλύουν τις μορφές και τις αναπαραστάσεις θεοτήτων στην τέχνη και τη λαογραφία.
The ancient civilization worshipped a fictile deity made of clay.
Η αρχαία πολιτεία λάτρευε μια πλαστική θεότητα φτιαγμένη από πηλό.
Artists often created images of fictile deities for their rituals.
Οι καλλιτέχνες συχνά δημιουργούσαν εικόνες πλαστικών θεοτήτων για τις τελετές τους.
The museum exhibit showcased various fictile deities from the region's past.
Η έκθεση του μουσείου παρουσίασε διάφορες πλαστικές θεότητες από το παρελθόν της περιοχής.
Η φράση "fictile deity" δεν έχει ευρέως αναγνωρίσιμες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες φράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "deity":
"To deify someone" means to treat them like a god.
"Να εκθειάσεις κάποιον" σημαίνει να τον αντιμετωπίζεις όπως ένα θεό.
"A deity of fortune" refers to a god associated with luck or prosperity.
"Μια θεότητα της τύχης" αναφέρεται σε ένα θεό που σχετίζεται με την τύχη ή την ευημερία.
"To invoke a deity" is to call upon a god typically for assistance or blessings.
"Να επικαλεστείς μια θεότητα" είναι να καλέσεις έναν θεό συνήθως για βοήθεια ή ευλογίες.
Αντώνυμα: rigid, inflexible.
deity: