Ουσιαστικό
/fɪkˈtɪʃəs ˈmærɪdʒ/
Ο όρος "fictitious marriage" αναφέρεται σε έναν γάμο που δεν είναι πραγματικός ή νόμιμος, συνήθως για σκοπούς που σχετίζονται με νομικά ή οικονομικά οφέλη, όπως η απόκτηση βίζας ή η αποφυγή φόρων. Η χρήση του εμφανίζεται είτε σε νομικά κείμενα είτε σε συζητήσεις σχετικά με θέματα που σχετίζονται με το οικογενειακό δίκαιο ή την ταυτοποίηση.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό λόγο, όπως σε νομικά έγγραφα ή άρθρα, παρά σε προφορική ομιλία.
Το ζευγάρι προχώρησε σε έναν εικονικό γάμο για να εξασφαλίσει διαμονή στη χώρα.
Many people are unaware of the consequences of a fictitious marriage.
Πολλοί άνθρωποι δεν είναι ενήμεροι για τις συνέπειες ενός ψευδούς γάμου.
Authorities are cracking down on fictitious marriages that are used for fraud.
Ο όρος "fictitious marriage" δεν είναι ευρέως διαδεδομένος στη χρήση ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, μπορεί να συνδέεται με ορισμένες φράσεις που χρησιμοποιούνται στη νομική και κοινωνική διάσταση:
"Να προχωρήσει σε έναν εικονικό γάμο" – Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη δημιουργίας ενός γάμου για απατηλούς σκοπούς.
"Fictitious marriages are often investigated by immigration authorities."
"Οι εικονικοί γάμοι συχνά ερευνώνται από τις μετανάστευτικές αρχές."
"People involved in fictitious marriages can face legal repercussions."
"Άτομα που εμπλέκονται σε ψευδείς γάμους μπορεί να αντιμετωπίσουν νομικές συνέπειες."
"Fictitious marriages are known to exploit loopholes in the legal system."
Η λέξη "fictitious" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ficticius", που σημαίνει "ψεύτικος" ή "κατασκευασμένος". Η λέξη "marriage" προέρχεται από το λατινικό "maritare", που σημαίνει "να παντρεύω".
Συνώνυμα: - Simulated marriage (ομοίως, εικονικός γάμος) - Sham marriage (ψευδής γάμος)
Αντώνυμα: - Real marriage (πραγματικός γάμος) - Legitimate marriage (νόμιμος γάμος)