Ο όρος "fictitious charge" αποτελείται από δύο λέξεις: 1. "fictitious" (επίθετο) 2. "charge" (ουσιαστικό)
fictitious charge: /fɪkˈtɪʃəs tʃɑrdʒ/
Ο όρος "fictitious charge" αναφέρεται σε μια κατηγορία ή χρέωση που δεν είναι πραγματική ή δεν έχει βάση στην πραγματικότητα. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά ή οικονομικά συμφραζόμενα για να περιγράψει ανάγκαση, είτε επίσημη είτε ανεπίσημη, που δεν έχει πραγματική υπόσταση.
The accountant found a fictitious charge on the client's invoice.
Ο λογιστής βρήκε μια φανταστική χρέωση στο τιμολόγιο του πελάτη.
The report investigated the allegations of fictitious charges within the organization.
Η αναφορά εξέτασε τις κατηγορίες για εικονικές χρεώσεις εντός της οργάνωσης.
He was accused of creating fictitious charges to embezzle funds.
Κατηγορήθηκε ότι δημιούργησε εικονικές χρεώσεις για να υπεξαιρέσει κεφάλαια.
Ο όρος "fictitious charge" δεν είναι κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με διάφορες νομικές φράσεις και έννοιες. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο "charge" γενικά:
Charge someone with a crime: He was charged with a crime he did not commit.
Κατηγορήθηκε για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε.
Charge it to the account: Please charge it to my account.
Παρακαλώ χρέωσε το στους λογαριασμούς μου.
Charge ahead: The team decided to charge ahead despite the difficulties.
Η ομάδα αποφάσισε να προχωρήσει παρά τις δυσκολίες.
A charge of insubordination: He faced a charge of insubordination for ignoring the orders.
Αντιμετώπισε μια κατηγορία ανυπακοής για την αγνόηση των διαταγών.
charge: accusation, claim, fee
Αντώνυμα: