Fief είναι ουσιαστικό.
/fiːf/
Το fief αναφέρεται σε μια γη ή ιδιοκτησία που παραχωρείται από έναν άρχοντα σε έναν άλλον (συνήθως σε φεουδαρχικό σύστημα) με αντάλλαγμα την παροχή υπηρεσιών ή στρατιωτικής υποστήριξης. Αυτή η έννοια είναι θεμελιώδης για την κατανόηση της φεουδαρχίας στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα.
Χρήση: Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ιστορικά ή νομικά κείμενα, καθώς και σε λογοτεχνία που σχετίζεται με την εποχή.
The lord granted the knight a fief in exchange for his loyalty.
Ο άρχοντας παραχώρησε στον ιππότη ένα φέουδο αντάλλαγμα της πιστότητάς του.
Many peasants worked the land of the fief, paying taxes to their lord.
Πολλοί αγρότες καλλιεργούσαν τη γη του φέουδου, πληρώνοντας φόρους στον άρχοντά τους.
The concept of a fief was crucial for the feudal system to function properly.
Η έννοια του φέουδου ήταν κρίσιμη για τη σωστή λειτουργία του φεουδαρχικού συστήματος.
Η λέξη "fief" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην σύγχρονη Αγγλική γλώσσα, ωστόσο, μπορεί να εμφανίζεται σε περισσότερες ιστορικές ή νομικές αναφορές.
"He treats his office like a personal fief."
"Αυτός συμπεριφέρεται στο γραφείο του σαν ένα προσωπικό φέουδο."
"In her mind, the project was her fief, and no one could question her authority."
"Στο μυαλό της, το έργο ήταν το φέουδό της και κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την εξουσία της."
"To him, the small town felt like a fief under his control."
"Για αυτόν, η μικρή πόλη φαινόταν σαν ένα φέουδο υπό τον έλεγχο του."
Η λέξη "fief" προέρχεται από το γαλλικό fief, το οποίο υποδεικνύει ιδιοκτησία γης κατά τη διάρκεια της φεουδαρχίας και συνδέεται με το γερμανικό feud, που σημαίνει "χρέος" ή "ιδιοκτησία".
Συνώνυμα: - Εξουσία - Ιδιοκτησία
Αντώνυμα: - Ανεξαρτησία - Ελευθερία
Αυτή η ανάλυση προσφέρει ένα θεμελιώδες πλαίσιο για την κατανόηση της έννοιας και της χρήσης της λέξης "fief" στην Αγγλική γλώσσα.