Το "field development well" είναι ουσιαστικό.
/fiːld dɪˈvɛləpmənt wɛl/
Ο όρος "field development well" αναφέρεται σε πηγάδι που χρησιμοποιείται για την εξόρυξη πόρων (όπως πετρέλαιο ή φυσικό αέριο) από ένα πεδίο ανάπτυξης. Αυτά τα πηγάδια αναπτύσσονται συνήθως μετά την ανακάλυψη κοιτασμάτων και χρησιμοποιούνται για την αξιοποίηση και την παραγωγή από τους φυσικούς πόρους της περιοχής. Σε γενικές γραμμές, η χρήση του είναι συχνότερη σε τεχνικά και βιομηχανικά συμφραζόμενα, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Η γεώτρηση ανάπτυξης πεδίου είναι κρίσιμη για τη μεγιστοποίηση της παραγωγής στην περιοχή.
Engineers are planning the next field development well to increase output.
Οι μηχανικοί σχεδιάζουν την επόμενη γεώτρηση ανάπτυξης πεδίου για να αυξήσουν την παραγωγή.
Successful field development wells can significantly enhance a company's profitability.
Ο όρος "field development well" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με την παραγωγή και ανάπτυξη πόρων. Ακολουθούν μερικές σχετικές προτάσεις:
Το κλειδί για την επιτυχία βρίσκεται στην αποδοτικότητα των γεωτρήσεων ανάπτυξης πεδίου μας.
Every field development well drilled is a step towards energy independence.
Κάθε γεώτρηση ανάπτυξης πεδίου που γίνεται είναι ένα βήμα προς την ενεργειακή ανεξαρτησία.
Investing in new field development wells is essential for future growth.
Ο όρος προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "field" αναφέρεται σε μια περιοχή ή χώρο που έχει φυσικούς πόρους, "development" δηλώνει τη διαδικασία ανάπτυξης και "well" αναφέρεται σε μια γεώτρηση.
Συνώνυμα: - production well (παραγωγική γεώτρηση) - exploration well (γεώτρηση εξερεύνησης)
Αντώνυμα: - dry well (ξηρή γεώτρηση) - abandoned well (παρατημένη γεώτρηση)