field man - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

field man (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Field man είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /fiːld mæn/

Επιλογές Μετάφρασης

Σημασία

Ο όρος field man αναφέρεται συνήθως σε έναν επαγγελματία ή εργαζόμενο που εκτελεί βασικές καθήκοντα στο "πεδίο", δηλαδή σε εξωτερικό περιβάλλον, συχνά εκτός γραφείου ή εγκαταστάσεων. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει προσωπικό πωλήσεων, επιθεωρητές ή ερευνητές που εργάζονται σε διάφορους τομείς όπως η γεωργία, η επιστήμη και η υπηρεσία. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε επαγγελματικά και γραπτά κείμενα.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η φράση field man χρησιμοποιείται κυρίως σε επαγγελματικά ή τεχνικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια-υψηλή και πιθανόν να χρησιμοποιείται περισσότερο σε επαγγελματικά περιβάλλοντα παρά στον καθημερινό λόγο.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. The company hired a field man to assess the agricultural needs of the area.
    Η εταιρεία προσέλαβε έναν άνδρα του πεδίου για να αξιολογήσει τις αγροτικές ανάγκες της περιοχής.

  2. As a field man, he spent most of his days visiting different farms.
    Ως άνδρας του πεδίου, στις περισσότερες ημέρες του περνούσε επισκεπτόμενος διάφορες φάρμες.

  3. The field man collected valuable data from the site.
    Ο άνδρας του πεδίου συγκέντρωσε πολύτιμα δεδομένα από την τοποθεσία.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Ο όρος field man δεν χρησιμοποιείται τόσες πολλές φορές σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις:

  1. Field work - Real-world research or tasks performed in natural settings.
  2. Example: "He enjoys his field work in botany."

    • «Απολαμβάνει την εργασία του στο πεδίο στη βοτανική.»
  3. Man of the field - Referring to someone experienced in practical matters, often used in a more general sense.

  4. Example: "He is a true man of the field with years of experience."
  5. «Είναι ένας αληθινός άνδρας του πεδίου με χρόνια εμπειρίας.»

  6. In the field - Referring to being in an operational environment, away from a traditional office.

  7. Example: "They work in the field to gather real-time data."
  8. «Δουλεύουν στο πεδίο για να συγκεντρώσουν δεδομένα σε πραγματικό χρόνο.»

Ετυμολογία

Ο όρος προέρχεται από την αγγλική λέξη field, που σημαίνει "πεδίο" ή "χώρος εργασίας", και τη λέξη man, που αναφέρεται σε έναν άνδρα ή εργαζόμενο. Συνδυάζει την έννοια του χώρου και της δράσης του επαγγελματία στον συγκεκριμένο τομέα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Fieldworker - Technician (σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα)

Αντώνυμα: - Office worker - Desk job holder



25-07-2024