Field man είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /fiːld mæn/
Ο όρος field man αναφέρεται συνήθως σε έναν επαγγελματία ή εργαζόμενο που εκτελεί βασικές καθήκοντα στο "πεδίο", δηλαδή σε εξωτερικό περιβάλλον, συχνά εκτός γραφείου ή εγκαταστάσεων. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει προσωπικό πωλήσεων, επιθεωρητές ή ερευνητές που εργάζονται σε διάφορους τομείς όπως η γεωργία, η επιστήμη και η υπηρεσία. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε επαγγελματικά και γραπτά κείμενα.
Η φράση field man χρησιμοποιείται κυρίως σε επαγγελματικά ή τεχνικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια-υψηλή και πιθανόν να χρησιμοποιείται περισσότερο σε επαγγελματικά περιβάλλοντα παρά στον καθημερινό λόγο.
The company hired a field man to assess the agricultural needs of the area.
Η εταιρεία προσέλαβε έναν άνδρα του πεδίου για να αξιολογήσει τις αγροτικές ανάγκες της περιοχής.
As a field man, he spent most of his days visiting different farms.
Ως άνδρας του πεδίου, στις περισσότερες ημέρες του περνούσε επισκεπτόμενος διάφορες φάρμες.
The field man collected valuable data from the site.
Ο άνδρας του πεδίου συγκέντρωσε πολύτιμα δεδομένα από την τοποθεσία.
Ο όρος field man δεν χρησιμοποιείται τόσες πολλές φορές σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις:
Example: "He enjoys his field work in botany."
Man of the field - Referring to someone experienced in practical matters, often used in a more general sense.
«Είναι ένας αληθινός άνδρας του πεδίου με χρόνια εμπειρίας.»
In the field - Referring to being in an operational environment, away from a traditional office.
Ο όρος προέρχεται από την αγγλική λέξη field, που σημαίνει "πεδίο" ή "χώρος εργασίας", και τη λέξη man, που αναφέρεται σε έναν άνδρα ή εργαζόμενο. Συνδυάζει την έννοια του χώρου και της δράσης του επαγγελματία στον συγκεκριμένο τομέα.
Συνώνυμα: - Fieldworker - Technician (σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - Office worker - Desk job holder