Ο όρος "field woodland" είναι ένα ουσιαστικό.
/fɪld ˈwʊd.lənd/
Ο όρος "field woodland" αναφέρεται σε μια περιοχή που περιλαμβάνει δέντρα και θαμνώδη βλάστηση, η οποία μπορεί να βρίσκεται σε ανοικτούς χώρους ή σε συνδυασμό με καλλιεργούμενες εκτάσεις (πεδία). Αυτές οι περιοχές συχνά χρησιμοποιούνται ως συνεισφορά στη βιοποικιλότητα καθώς και για ψυχαγωγικούς σκοπούς.
Η χρήση του όρου είναι σχετικά συχνή σε περιβαλλοντικές και γεωργικές αναφορές, κυρίως σε γραπτό λόγο.
Το δασικό πεδίο ήταν το σπίτι πολλών ειδών πουλιών και άγριας ζωής.
We decided to take a walk through the field woodland during our hike.
Ο όρος "field" και "woodland" δεν χρησιμοποιούνται συνήθως σε διαφορετικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε περιγενεακά ή οικολογικά συμφραζόμενα.
"Η πεδίο έρευνα σε δασικές περιοχές είναι απαραίτητη για την κατανόηση των οικοσυστημάτων."
"The blend of field and woodland habitats supports diverse flora and fauna."
"Η συνάντηση των οικοτόπων πεδίου και δάσους υποστηρίζει ποικίλη χλωρίδα και πανίδα."
"Field woodland management practices can enhance biodiversity."
Η λέξη "field" προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική λέξη "feld", που σημαίνει “ανοιχτό έδαφος”, ενώ η λέξη "woodland" συνδυάζει την "wood" που σημαίνει “δέντρο” και το "land" που σημαίνει “γη”.
Συνώνυμα: - Forest - Grove - Wood
Αντώνυμα: - Urban area - Desert - Barren land