fighting strength - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

fighting strength (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "fighting strength" αναφέρεται στην ικανότητα ή την ισχύ κάποιου ή κάποιου συνόλου (όπως στρατός ή ομάδα) να συμμετέχει ή να αντέχει σε μάχες, πολέμους ή συγκρούσεις γενικότερα. Χρησιμοποιείται συχνά σε στρατιωτικά ή αθλητικά πλαίσια, αναφερόμενη στην υλική και ψυχολογική δύναμη που διαθέτει μια ομάδα ή ένας άνθρωπος για να αγωνιστεί.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται συχνά σε στρατηγικά και στρατιωτικά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανιστεί επίσης σε αθλητικά άρθρα για να περιγράψει την αγωνιστική ικανότητα μιας ομάδας ή ενός αθλητή.

Συχνότητα χρήσης

Η φράση "fighting strength" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε άρθρα, αναλύσεις και στρατηγικά ντοκουμέντα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The general assessed the fighting strength of his troops before the battle.
  2. Ο στρατηγός εκτίμησε τη δύναμη μάχης των στρατευμάτων του πριν από τη μάχη.

  3. The coach emphasized the importance of improving the team's fighting strength.

  4. Ο προπονητής τόνισε τη σημασία της βελτίωσης της πολεμικής δύναμης της ομάδας.

  5. The enemy's fighting strength was underestimated, leading to unexpected challenges.

  6. Η δύναμη μάχης του εχθρού υποτιμήθηκε, οδηγώντας σε απροσδόκητες προκλήσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. "A test of fighting strength": A situation where one's ability to fight is evaluated.
  2. Μια κατάσταση όπου η ικανότητα κάποιου να μάχεται αξιολογείται.

  3. "Fighting strength in numbers": Suggests that being part of a group enhances one's capacity to fight or confront challenges.

  4. Υποδηλώνει ότι το να είσαι μέρος μιας ομάδας ενισχύει την ικανότητα να μάχεσαι ή να αντιμετωπίζεις προκλήσεις.

  5. "Demonstrating fighting strength": Showing one’s capability or determination in a conflict or challenge.

  6. Δείχνοντας την ικανότητα ή την αποφασιστικότητα κάποιου σε μια σύγκρουση ή πρόκληση.

  7. "Rallying fighting strength": The act of gathering or motivating forces to bolster one’s capability in a fight.

  8. Η ενέργεια της συγκέντρωσης ή κινητοποίησης δυνάμεων για να ενισχύσουν την ικανότητα κάποιου να μάχεται.

  9. "Fighting strength and resilience": Refers to both the power to fight and the ability to recover from difficulties.

  10. Αναφέρεται και στη δύναμη να αγωνίζεται και στην ικανότητα να ανακάμπτει από τις δυσκολίες.

Ετυμολογία

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024