Η φράση "fighting strength" αναφέρεται στην ικανότητα ή την ισχύ κάποιου ή κάποιου συνόλου (όπως στρατός ή ομάδα) να συμμετέχει ή να αντέχει σε μάχες, πολέμους ή συγκρούσεις γενικότερα. Χρησιμοποιείται συχνά σε στρατιωτικά ή αθλητικά πλαίσια, αναφερόμενη στην υλική και ψυχολογική δύναμη που διαθέτει μια ομάδα ή ένας άνθρωπος για να αγωνιστεί.
Η φράση αυτή χρησιμοποιείται συχνά σε στρατηγικά και στρατιωτικά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανιστεί επίσης σε αθλητικά άρθρα για να περιγράψει την αγωνιστική ικανότητα μιας ομάδας ή ενός αθλητή.
Η φράση "fighting strength" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε άρθρα, αναλύσεις και στρατηγικά ντοκουμέντα.
Ο στρατηγός εκτίμησε τη δύναμη μάχης των στρατευμάτων του πριν από τη μάχη.
The coach emphasized the importance of improving the team's fighting strength.
Ο προπονητής τόνισε τη σημασία της βελτίωσης της πολεμικής δύναμης της ομάδας.
The enemy's fighting strength was underestimated, leading to unexpected challenges.
Μια κατάσταση όπου η ικανότητα κάποιου να μάχεται αξιολογείται.
"Fighting strength in numbers": Suggests that being part of a group enhances one's capacity to fight or confront challenges.
Υποδηλώνει ότι το να είσαι μέρος μιας ομάδας ενισχύει την ικανότητα να μάχεσαι ή να αντιμετωπίζεις προκλήσεις.
"Demonstrating fighting strength": Showing one’s capability or determination in a conflict or challenge.
Δείχνοντας την ικανότητα ή την αποφασιστικότητα κάποιου σε μια σύγκρουση ή πρόκληση.
"Rallying fighting strength": The act of gathering or motivating forces to bolster one’s capability in a fight.
Η ενέργεια της συγκέντρωσης ή κινητοποίησης δυνάμεων για να ενισχύσουν την ικανότητα κάποιου να μάχεται.
"Fighting strength and resilience": Refers to both the power to fight and the ability to recover from difficulties.