"Filially" είναι副詞.
/fɪˈlɪəl.i/
Η λέξη "filially" προέρχεται από τη λέξη "filial", η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών. Το "filially" αναφέρεται σε ενέργειες ή συμπεριφορές που σχετίζονται με αυτή τη γονεϊκή-παιδική σχέση. Χρησιμοποιείται σπάνια στο προφορικό και γραπτό λόγο, κυρίως σε πιο επίσημα ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα.
Έδρασε φιλιώς προς τους ηλικιωμένους γονείς της.
Filially, he felt obliged to take care of his younger siblings.
Φιλιωδώς, ένιωθε υποχρεωμένος να φροντίσει τα μικρότερα αδέλφια του.
Their filially bond was evident during family gatherings.
Η λέξη "filially" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε idiomatic expressions, αλλά μπορεί να συνδεθεί με εκφράσεις που αφορούν οικογενειακές σχέσεις και υποχρεώσεις. Παρακάτω ακολουθούν κάποιες σχετικές προτάσεις:
Εκπλήρωσε τις φιλιώδεις υποχρεώσεις του με αγάπη και φροντίδα.
It is important to maintain a filial relationship with your children.
Είναι σημαντικό να διατηρείς μια φιλιώδη σχέση με τα παιδιά σου.
She had a filial loyalty that was unmatched by her peers.
Είχε μια φιλιώδη πίστη που δεν συγκρίνονταν με εκείνη των συνομηλίκων της.
Filial responsibility is a core value in many cultures.
Η λέξη "filially" προέρχεται από τη λατινική λέξη "filius" η οποία σημαίνει "γιός", και η χρήση της αναφέρεται σε χαρακτηριστικά ή ενέργειες που σχετίζονται άμεσα με τις γονεϊκές σχέσεις.
Συνώνυμα: - Παιδαγωγικά - Οικογενειακά
Αντώνυμα: - Αδιάφορα - Ξένα