filled - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

filled (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "filled" είναι ένα ρήμα στον παρελθόντα χρόνο του ρήματος "fill".

Φωνητική μεταγραφή

/fɪld/

Επιλογές μετάφρασης για το Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "filled" σημαίνει ότι κάτι έχει γεμίσει με μια ουσία ή αντικείμενο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την κατάσταση όταν ένα δοχείο ή χώρος περιέχει κάτι. Είναι αρκετά συχνή στην καθημερινή ομιλία και γραφή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συχνά χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτές περιγραφές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The cup was filled with tea.
  2. Η κούπα ήταν γεμάτη με τσάι.

  3. She filled the bucket with water.

  4. Γέμισε τον κουβά με νερό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "filled" χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις.

  1. Filled to the brim
  2. The glass was filled to the brim with water.
  3. Το ποτήρι ήταν γεμάτο μέχρι την άκρη με νερό.

  4. Filled with joy

  5. She was filled with joy when she received the news.
  6. Ήταν γεμάτη χαρά όταν έλαβε τα νέα.

  7. Filled with excitement

  8. The children were filled with excitement before the party.
  9. Τα παιδιά ήταν γεμάτα ανυπομονησία πριν το πάρτι.

  10. Filled to capacity

  11. The bus was filled to capacity during rush hour.
  12. Το λεωφορείο ήταν γεμάτο στη διάρκεια της ώρας αιχμής.

Ετυμολογία

Η λέξη "filled" προέρχεται από το Παλιό Αγγλικό "fyllan", που σημαίνει "να γεμίσει". Συνδέεται με άλλες γερμανικές γλώσσες, όπως το Γερμανικό "füllen".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - completed - packed - loaded

Αντώνυμα: - empty - vacated - drained



25-07-2024