Το "filled" είναι ένα ρήμα στον παρελθόντα χρόνο του ρήματος "fill".
/fɪld/
Η λέξη "filled" σημαίνει ότι κάτι έχει γεμίσει με μια ουσία ή αντικείμενο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την κατάσταση όταν ένα δοχείο ή χώρος περιέχει κάτι. Είναι αρκετά συχνή στην καθημερινή ομιλία και γραφή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συχνά χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτές περιγραφές.
Η κούπα ήταν γεμάτη με τσάι.
She filled the bucket with water.
Η λέξη "filled" χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις.
Το ποτήρι ήταν γεμάτο μέχρι την άκρη με νερό.
Filled with joy
Ήταν γεμάτη χαρά όταν έλαβε τα νέα.
Filled with excitement
Τα παιδιά ήταν γεμάτα ανυπομονησία πριν το πάρτι.
Filled to capacity
Η λέξη "filled" προέρχεται από το Παλιό Αγγλικό "fyllan", που σημαίνει "να γεμίσει". Συνδέεται με άλλες γερμανικές γλώσσες, όπως το Γερμανικό "füllen".
Συνώνυμα: - completed - packed - loaded
Αντώνυμα: - empty - vacated - drained