Το "filtering set" χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/fɪltərɪŋ sɛt/
Ο όρος "filtering set" αναφέρεται σε μια ομάδα εργαλείων ή μηχανισμών που χρησιμοποιούνται για τον φιλτράρισμα δεδομένων, κατηγοριών ή άλλων πληροφοριών σε διάφορες εφαρμογές. Χρησιμοποιείται συχνά σε τομείς όπως η πληροφορική, η στατιστική και οι αναλύσεις δεδομένων.
Είναι ένα τεχνικός όρος που χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό κείμενο, ειδικά στα πλαίσια των επιστημών υπολογιστών και της μηχανικής μάθησης. Δεν είναι πολύ συνηθισμένο στον προφορικό λόγο.
Η ομάδα υλοποίησε ένα σύνολο φιλτραρίσματος για να βελτιώσει την ακρίβεια της ανάλυσης δεδομένων της.
A well-designed filtering set can help in reducing noise in the data.
Ο όρος "filtering set" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν φράσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία του φιλτραρίσματος, όπως:
"Βάλε ένα φίλτρο στο φάκελο εισερχομένων σου για να μειώσεις τα spam."
"Filters are essential for maintaining a clean data set."
"Τα φίλτρα είναι απαραίτητα για τη διατήρηση ενός καθαρού συνόλου δεδομένων."
"A filtering set ensures that only relevant information is processed."
Η λέξη "filter" προέρχεται από τη λατινική λέξη "filter" που σημαίνει "για να ροή" και χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τη λέξη "set" από την αγγλική γλώσσα που σημαίνει "σύνολο".
Αυτό το σύνολο πληροφοριών για τον όρο "filtering set" παρέχει μια εκτενή ανάλυση και παραδείγματα χρήσης που θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε καλύτερα την έννοιά του και να το χρησιμοποιήσετε σε διάφορους τομείς.