Το "filtration factor" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˌfɪlˈtreɪʃən ˈfæktər/
Ο όρος "filtration factor" χρησιμοποιείται κυρίως στη φυσική και τη χημεία για να αναφέρεται σε μια παράμετρο που περιγράφει πόσο αποτελεσματικά ένα φίλτρο (ή μια διαδικασία διήθησης) είναι σε θέση να αφαιρεί σωματίδια ή άλλες ακαθαρσίες από ένα υγρό ή αέριο. Είναι σημαντικός στην επιστήμη των υλικών, την περιβαλλοντική επιστήμη και τη μηχανική διεργασιών.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η χρήση του "filtration factor" παρατηρείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή σε γραπτό πλαίσιο, ενώ στον προφορικό λόγο μπορεί να εμφανίζεται σε συγκεκριμένες συζητήσεις για τεχνικά θέματα.
Ο παράγοντας διήθησης είναι κρίσιμος για να καθορίσει την αποδοτικότητα του συστήματος καθαρισμού νερού.
Engineers must consider the filtration factor when designing air filtration systems.
Οι μηχανικοί πρέπει να λάβουν υπόψη τον παράγοντα διήθησης όταν σχεδιάζουν συστήματα φίλτρανσης αέρα.
A higher filtration factor indicates better performance in separating contaminants.
Είναι συνηθισμένο το "filtration factor" να μην εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούν να προκύψουν κάποιες που σχετίζονται με την τεχνολογία και την επιστήμη:
"Ο παράγοντας διήθησης παίζει κεντρικό ρόλο στις βιομηχανικές διαδικασίες."
"In wastewater treatment, the filtration factor must be optimized."
"Στην επεξεργασία λυμάτων, ο παράγοντας διήθησης πρέπει να βελτιστοποιηθεί."
"Understanding the filtration factor is essential for environmental engineers."
Ο όρος "filtration factor" προέρχεται από την αγγλική λέξη "filtration", η οποία προέρχεται από το λατινικό "filtrare", που σημαίνει "να φιλτράρω", και τη λέξη "factor", που προέρχεται από το λατινικό "facere", που σημαίνει "να κάνω" ή "να προκαλώ".
separation efficiency (αποτελεσματικότητα διαχωρισμού)
Αντώνυμα: