Η λέξη "finally" είναι επιρρημα (adverb).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "finally" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /ˈfaɪ.nə.li/.
Η λέξη "finally" χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι έχει αργήσει ή έχει καθυστερήσει να συμβεί και ότι τώρα ιδανικά έχει επιτέλους συμβεί. Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει ανακούφιση ή ικανοποίηση σχετικά με κάτι που περίμενε κανείς.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να συναντάται πιο συχνά σε κανονικές συνομιλίες λόγω του ψυχολογικού της φορτίου.
I'm so glad we finally finished the project.
(Είμαι τόσο χαρούμενος που τελικά ολοκληρώσαμε το πρότζεκτ.)
She finally found her keys after looking for them all day.
(Εκείνη τέλος βρήκε τα κλειδιά της μετά από αναζήτηση όλη την ημέρα.)
After years of hard work, he finally achieved his dream.
(Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, τελικά πέτυχε το όνειρό του.)
Η λέξη "finally" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
After many struggles, she finally put the past behind and moved on.
(Μετά από πολλές δυσκολίες, τελικά άφησε το παρελθόν πίσω και προχώρησε.)
Finally take the plunge
(Τελικά πήρε την απόφαση.)
He finally took the plunge and started his own business.
(Τελικά πήρε την απόφαση και ξεκίνησε τη δική του επιχείρηση.)
Finally see the light
(Τελικά είδε το φως.)
Η λέξη "finally" προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική λέξη "finalis", που σημαίνει "τελικός" ή "τελειωτικός". Στη σύγχρονη χρήση, αναφέρεται στην ολοκλήρωση ή την κατάληξη μιας διαδικασίας.
Συνώνυμα: - Ultimately - Eventually - At last
Αντώνυμα: - Initially - Temporarily - Provisonally