Η φράση "financial burden" αποτελείται από δύο μέρη λόγου: το "financial" (επίθετο) και το "burden" (ουσιαστικό).
/ˈfaɪnænʃəl ˈbɜːrdən/
Η φράση “financial burden” αναφέρεται σε οποιοδήποτε είδος οικονομικής επιβάρυνσης ή υποχρέωσης που μπορεί να προκαλέσει δυσκολία σε ένα άτομο ή οργανισμό. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, ιδίως σε οικονομικά ή νομικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και μπορεί να βρεθεί συχνότερα σε γραπτό κείμενο που ασχολείται με θέματα οικονομίας ή προσωπικών οικονομικών.
The financial burden of student loans is overwhelming for many graduates.
Το οικονομικό βάρος των φοιτητικών δανείων είναι συντριπτικό για πολλούς αποφοίτους.
She decided to sell her house to relieve the financial burden from her family.
Αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι της για να ανακουφίσει το οικονομικό βάρος της οικογένειάς της.
Many families struggle under the financial burden of healthcare costs.
Πολλές οικογένειες αγωνίζονται κάτω από το οικονομικό βάρος των εξόδων υγειονομικής περίθαλψης.
Η φράση "financial burden" μπορεί να εμφανιστεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, βοηθώντας στην περιγραφή της οικονομικής κατάστασης.
“The donation helped lift the financial burden off the family's shoulders.”
Η δωρεά βοήθησε να ανακουφιστεί το οικονομικό βάρος από τους ώμους της οικογένειας.
Bear the financial burden
Φέρνω το οικονομικό βάρος.
“He has to bear the financial burden alone after losing his job.”
Πρέπει να φέρει το οικονομικό βάρος μόνος του μετά την απώλεια της δουλειάς του.
Financial burden sharing
Μοιρασιά του οικονομικού βάρους.
“Financial burden sharing can alleviate stress in relationships.”
Η μοιρασιά του οικονομικού βάρους μπορεί να ανακουφίσει την πίεση στις σχέσεις.
Escaping the financial burden
Διαφυγή από το οικονομικό βάρος.
Η λέξη "financial" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "financia," που σημαίνει "χρήματα," και συνδέεται με οικονομικά ζητήματα. Η λέξη "burden" έχει Αγγλική προέλευση και προέρχεται από την παλιά Αγγλική λέξη "byrthen," που σημαίνει "βάρος" ή "φορτίο."
Συνώνυμα: - financial load - monetary pressure - economic strain
Αντώνυμα: - financial relief - economic freedom - monetary ease