"Finger dam" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈfɪŋɡər dæm/
Το "finger dam" αναφέρεται σε μια ειδική συσκευή ή τεχνική που χρησιμοποιείται στην οδοντιατρική για να απομονώσει τον οδοντικό ιστό από το σάλιο και άλλες υγρές ουσίες κατά τη διάρκεια οδοντιατρικών διαδικασιών. Είναι συχνά κατασκευασμένο από καουτσούκ ή άλλο υλικό και τοποθετείται γύρω από το δόντι που θεραπεύεται.
Η χρήση του "finger dam" είναι συχνή στον γραπτό λόγο μεταξύ επαγγελματιών υγείας, αλλά μπορεί επιχειρηματικά να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο σε ιατρικές ή οδοντιατρικές συναντήσεις.
"Ο οδοντίατρος χρησιμοποίησε το δαχτυλοφράγμα για να κρατήσει την περιοχή στεγνή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σκλήρυνσης."
"Using a finger dam is essential for successful dental treatments."
"Η χρήση ενός δαχτυλοφράγματος είναι απαραίτητη για επιτυχημένες οδοντιατρικές θεραπείες."
"The finger dam prevents saliva from contaminating the dental work."
Το "finger dam" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με κάποιες συγκεκριμένες φράσεις στον οδοντιατρικό τομέα.
"Με ένα μόνο δαχτυλοφράγμα, μπορούμε να απομονώσουμε αποτελεσματικά πολλαπλά δόντια."
"The use of a proper finger dam can improve patient comfort during procedures."
"Η χρήση ενός σωστού δαχτυλοφράγματος μπορεί να βελτιώσει την άνεση του ασθενούς κατά τη διάρκεια διαδικασιών."
"An experienced dentist knows how to position the finger dam correctly."
Η φράση "finger dam" προκύπτει από τις λέξεις "finger" (δάχτυλο) και "dam" (φράγμα), αναφερόμενη στην ιδιότητα της συσκευής να "φράσσει" με "δάχτυλα" ή να απομονώνει περιοχές.
Συνώνυμα: - Rubber dam (καουτσούκ φράγμα) - Isolation barrier (φράγμα απομόνωσης)
Αντώνυμα: - Open field (ανοιχτός χώρος) - No isolation (χωρίς απομόνωση)