“Finished stock” είναι φράση που αναφέρεται σε ουσιαστικά.
/fɪnɪʃt stɒk/
“Finished stock” αναφέρεται στα προϊόντα που έχουν παραχθεί και είναι έτοιμα προς πώληση ή διανομή. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των επιχειρήσεων, εμπορίου και αποθήκευσης. Η συχνότητά του είναι υψηλή στις γραπτές αναφορές σχετικά με την παραγωγή και την προμήθεια, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
Η φράση συνήθως χρησιμοποιείται για να δείξει ότι ένα προϊόν έχει ολοκληρωθεί στην παραγωγή και είναι έτοιμο για τους πελάτες.
"The finished stock will be shipped to the stores next week."
"Το έτοιμο απόθεμα θα αποσταλεί στα καταστήματα την επόμενη εβδομάδα."
"Before we can restock, we need to clear out the finished stock."
"Πριν μπορέσουμε να επανα stocked, πρέπει να καθαρίσουμε το ολοκληρωμένο απόθεμα."
"The finished stock is stored in the warehouse until needed."
"Το έτοιμο απόθεμα αποθηκεύεται στην αποθήκη μέχρι να χρειαστεί."
Η φράση “finished stock” δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις για την περιγραφή της κατάστασης των προϊόντων ή της διαχείρισης αποθεμάτων.
"The finished stock is flying off the shelves."
"Το έτοιμο απόθεμα φεύγει γρήγορα από τα ράφια."
"Managing finished stock effectively can lead to higher profits."
"Η αποτελεσματική διαχείριση του έτοιμου αποθέματος μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερα κέρδη."
"We have plenty of finished stock, so we can fulfill any orders quickly."
"Έχουμε αρκετό έτοιμο απόθεμα, οπότε μπορούμε να εκπληρώσουμε οποιεσδήποτε παραγγελίες γρήγορα."
Η λέξη “finished” προέρχεται από το μεσαίο Αγγλικό "finisshen", που σημαίνει "να ολοκληρώσεις", ενώ η λέξη “stock” προέρχεται από την παλιά Αγγλική "stocc", που σημαίνει "απόθεμα ή προσφορά".