Ο όρος "finishing compound" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/fɪnɪʃɪŋ ˈkɒmpaʊnd/
O όρος "finishing compound" αναφέρεται σε ένα υλικό ή μείγμα που χρησιμοποιείται για την επιφάνεια τελειωμάτων σε κατασκευές ή κατασκευαστικά έργα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επαγγελματικά και βιομηχανικά περιβάλλοντα που ασχολούνται με την κατασκευή ή την ανακαίνιση. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε οδηγίες ή τεχνικές προδιαγραφές, παρά στον προφορικό λόγο.
Ο εργολάβος χρησιμοποίησε ένα τελειωτικό μείγμα για να λειάνει την επιφάνεια πριν από τη βαφή.
You need to apply a finishing compound to achieve a professional look.
Ενώ ο όρος "finishing compound" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, σχετίζεται με εργαλεία και τεχνικές που θα μπορούσαν να περιληφθούν σε κάποιες σχετικές εκφράσεις:
Οι τελικές πινελιές κάνουν τη διαφορά.
"It's all in the details when using a finishing compound."
Όλα είναι στις λεπτομέρειες όταν χρησιμοποιείτε ένα τελειωτικό μείγμα.
"A good finishing compound ensures a flawless surface."
Ο όρος "finishing" προέρχεται από το αρχαίο γαλλικό "finir", που σημαίνει "να ολοκληρώνει" και "compound" προέρχεται από το λατινικό "componere", που σημαίνει "να συνθέσουν". Οι συνδυασμένες έννοιες δίνουν την έννοια ενός υλικού που χρησιμοποιείται για την ολοκλήρωση ή την τελειοποίηση μιας επιφάνειας.
Συνώνυμα: -μείγμα επιχρίσματος -υλικό φινιρίσματος
Αντώνυμα: -ακατέργαστο υλικό -πρόχειρη εργασία
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τον όρο "finishing compound" και τη χρήση του στην αγγλική γλώσσα.