Ο όρος "finishing gauge" είναι ουσιαστικό.
/fɪnɪʃɪŋ ɡeɪdʒ/
Ο όρος "finishing gauge" αναφέρεται σε ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ελέγχεται ή να καθορίζεται το τελικό βάθος, της επιφάνειας ή των διαστάσεων ενός αντικειμένου, κυρίως στην κατασκευή και ξυλουργική. Χρησιμοποιείται συχνά σε εργασίες που αφορούν την τελική λεπτομέρεια των προϊόντων, βεβαιώνοντας ότι οι επιφάνειες είναι ομαλές και σωστά ευθυγραμμισμένες.
Ο όρος συχνά χρησιμοποιείται σε βιομηχανικά ή τεχνικά συμφραζόμενα και είναι κοινός στον προφορικό και γραπτό λόγο κατά την αναφορά εργαλείων και διαδικασιών. Η συχνότητα χρήσης του σχετίζεται περισσότερο με επαγγελματίες και τεχνίτες, πράγμα που υποδηλώνει ότι αποτελεί πιο εξειδικευμένο λεξιλόγιο.
The carpenter used the finishing gauge to ensure the edges of the wood were smooth.
Ο ξυλουργός χρησιμοποίησε τον μετρητή τελειώματος για να εξασφαλίσει ότι οι άκρες του ξύλου ήταν λείες.
A finishing gauge is essential for precise measurements in woodworking.
Ένας μετρητής τελειώματος είναι απαραίτητος για ακριβείς μετρήσεις στην ξυλουργική.
Αν και "finishing gauge" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν μερικές σχετικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "finishing" σε διαφορετικά πλαίσια:
To get everything in finishing shape before the deadline.
Να τα έχουμε όλα σε κατάσταση τελειώματος πριν την προθεσμία.
The finishing touch made the project perfect.
Το τελικό άγγιγμα έκανε το έργο τέλειο.
His work on the finishing line showed true craftsmanship.
Η εργασία του στην τελική γραμμή έδειξε αληθινή δεξιοτεχνία.
Ο όρος "finishing" προέρχεται από τη λέξη "finish," που σημαίνει "τέλος" ή "ολοκλήρωση," και προσδιορίζει τη διαδικασία του τελειώματος. Η λέξη "gauge" είναι δανεισμένη από το γαλλικό "jauge," που σημαίνει "μετρούμαι" ή "επιθεωρώ."
Συνώνυμα:
- measuring tool
- measuring device
- calibrating tool
Αντώνυμα:
- rough gauge
- unmeasured item
- non-calibrated tool