Ρήμα
/fɪnɪʃɪŋ pɑrt/
Ο όρος "finishing part" αναφέρεται στο τελικό τμήμα ή τη διαδικασία που ολοκληρώνει κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται σε βιομηχανικά ή τεχνολογικά πλαίσια για να περιγράψει τα τελευταία βήματα στην παραγωγή ή την ολοκλήρωση ενός έργου. Στη γλώσσα των Αγγλικά, το "finishing part" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες περιπτώσεις, από την περιγραφή των τελευταίων λεπτομερειών κατασκευής μέχρι την αναφορά στα τελευταία βήματα μια δημιουργικής διαδικασίας.
Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια και συναντάται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, ανάλογα με το πλαίσιο.
Το τελικό τμήμα του έργου είναι πάντα το πιο δύσκολο.
We need to focus on the finishing part to ensure high quality.
Χρειάζεται να επικεντρωθούμε στο τελικό τμήμα για να εξασφαλίσουμε υψηλή ποιότητα.
The finishing part can make a huge difference in the overall appearance.
Ο όρος "finishing part" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παραληφθεί από μερικά φράσεις που σχετίζονται με ολοκλήρωση ή τελειώματα.
Προχώρα στο τελικό τμήμα!
We’re almost done; just the finishing part left.
Είμαστε σχεδόν έτοιμοι; Απλώς απομένει το τελικό τμήμα.
Don’t neglect the finishing part of your work.
Μην παραμελείς το τελικό τμήμα της εργασίας σου.
The finishing part is what really counts in a presentation.
Το τελικό τμήμα είναι αυτό που πραγματικά μετράει σε μια παρουσίαση.
Finishing part defined the project's success.
Η λέξη "finishing" προέρχεται από το ρήμα "finish", το οποίο έχει γαλλικές ρίζες (finir). Ο όρος "part" προέρχεται από την αρχαία Γαλλική "parte" και τη Λατινική "partem" που σημαίνει "κομμάτι".
Συνώνυμα: - Completing segment - Final phase - Last portion
Αντώνυμα: - Beginning part - Initial segment - Starting phase