finite quantity - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

finite quantity (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Fi̇nite quantity: Ο όρος "finite quantity" είναι μία φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈfaɪnaɪt ˈkwɒntɪti/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "finite quantity" αναφέρεται σε μια ποσότητα που έχει καθορισμένα όρια και δεν είναι ατελείωτη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μαθηματικά, επιστήμες και τεχνολογία για να περιγράψει ποσότητες που είναι μετρήσιμες ή περιορισμένες.

Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, ειδικά σε ακαδημαϊκά ή τεχνικά κείμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και σε προφορικές συζητήσεις, όταν αναφερόμαστε σε συγκεκριμένες ποσότητες ή περιορισμούς.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "Each student in the class has a finite quantity of time to complete the exam."
  2. "Κάθε μαθητής στην τάξη έχει μια πεπερασμένη ποσότητα χρόνου για να ολοκληρώσει τη δοκιμασία."

  3. "In mathematics, we often deal with a finite quantity to make calculations easier."

  4. "Στα μαθηματικά, συχνά ασχολούμαστε με μια πεπερασμένη ποσότητα για να διευκολύνουμε τους υπολογισμούς."

  5. "The project budget is a finite quantity that cannot be exceeded."

  6. "Ο προϋπολογισμός του έργου είναι μια περιορισμένη ποσότητα που δεν μπορεί να ξεπεραστεί."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "finite quantity" δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοιά του μπορεί να συνδεθεί με άλλες φράσεις που περιγράφουν περιορισμούς ή συγκεκριμένα όρια.

  1. "There are a finite number of solutions to this problem."
  2. "Υπάρχουν μια πεπερασμένη αριθμός λύσεων σε αυτό το πρόβλημα."

  3. "Resource allocation is based on a finite quantity of available funds."

  4. "Η κατανομή πόρων βασίζεται σε μια περιορισμένη ποσότητα διαθέσιμων χρημάτων."

  5. "When considering time, we must recognize it as a finite quantity."

  6. "Όταν σκεφτόμαστε το χρόνο, πρέπει να το αναγνωρίσουμε ως μια πεπερασμένη ποσότητα."

Ετυμολογία

Η λέξη "finite" προέρχεται από το λατινικό "finitus", που σημαίνει "περιορισμένος" ή "καθορισμένος", και συνδυάζεται με τη λέξη "quantity", που προέρχεται από το λατινικό "quantitas", που σημαίνει "ποσότητα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - περιορισμένη ποσότητα - πεπερασμένη ένταση

Αντώνυμα: - άπειρη ποσότητα - αμέτρητη ποσότητα



25-07-2024