Fi̇nite quantity: Ο όρος "finite quantity" είναι μία φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈfaɪnaɪt ˈkwɒntɪti/
Ο όρος "finite quantity" αναφέρεται σε μια ποσότητα που έχει καθορισμένα όρια και δεν είναι ατελείωτη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μαθηματικά, επιστήμες και τεχνολογία για να περιγράψει ποσότητες που είναι μετρήσιμες ή περιορισμένες.
Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, ειδικά σε ακαδημαϊκά ή τεχνικά κείμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και σε προφορικές συζητήσεις, όταν αναφερόμαστε σε συγκεκριμένες ποσότητες ή περιορισμούς.
"Κάθε μαθητής στην τάξη έχει μια πεπερασμένη ποσότητα χρόνου για να ολοκληρώσει τη δοκιμασία."
"In mathematics, we often deal with a finite quantity to make calculations easier."
"Στα μαθηματικά, συχνά ασχολούμαστε με μια πεπερασμένη ποσότητα για να διευκολύνουμε τους υπολογισμούς."
"The project budget is a finite quantity that cannot be exceeded."
Ο όρος "finite quantity" δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοιά του μπορεί να συνδεθεί με άλλες φράσεις που περιγράφουν περιορισμούς ή συγκεκριμένα όρια.
"Υπάρχουν μια πεπερασμένη αριθμός λύσεων σε αυτό το πρόβλημα."
"Resource allocation is based on a finite quantity of available funds."
"Η κατανομή πόρων βασίζεται σε μια περιορισμένη ποσότητα διαθέσιμων χρημάτων."
"When considering time, we must recognize it as a finite quantity."
Η λέξη "finite" προέρχεται από το λατινικό "finitus", που σημαίνει "περιορισμένος" ή "καθορισμένος", και συνδυάζεται με τη λέξη "quantity", που προέρχεται από το λατινικό "quantitas", που σημαίνει "ποσότητα".
Συνώνυμα: - περιορισμένη ποσότητα - πεπερασμένη ένταση
Αντώνυμα: - άπειρη ποσότητα - αμέτρητη ποσότητα