Επίθετο
/ˈfaɪnɪt dɪˈmɛnʃənəl/
Η λέξη "finite-dimensional" αναφέρεται σε χώρους ή συστήματα που έχουν περιορισμένο αριθμό διαστάσεων. Στα μαθηματικά, ειδικότερα στην γραμμική άλγεβρα και τη γεωμετρία, χρησιμοποιείται για να περιγράψει χώρους που μπορούν να περιγραφούν από έναν περιορισμένο αριθμό συντεταγμένων. Οι πεπερασμένες διάστασεις είναι αντίθετες με τις άπειρες διαστάσεις.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε μαθηματικά και επιστημονικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα στα ακαδημαϊκά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
Στα μαθηματικά, ένας πεπερασμένος διάστασης χώρος έχει περιορισμένο αριθμό βάσης διανυσμάτων.
Many problems in linear algebra deal with finite-dimensional vector spaces.
Πολλά προβλήματα στη γραμμική άλγεβρα ασχολούνται με διανυσματικούς χώρους πεπερασμένων διαστάσεων.
The concept of finite-dimensionality is crucial in functional analysis.
Ο όρος "finite-dimensional" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει σημασία σε συγκεκριμένα μαθηματικά και επιστημονικά πλαίσια. Ορισμένα παραδείγματα μπορεί να είναι:
Οι αναπαραστάσεις πεπερασμένων διαστάσεων παρέχουν ένα καλό πλαίσιο για την κατανόηση πολύπλοκων συστημάτων.
In physics, finite-dimensional models help simplify calculations in quantum mechanics.
Στη φυσική, τα μοντέλα πεπερασμένων διαστάσεων βοηθούν στην απλοποίηση των υπολογισμών στην κβαντική μηχανική.
The study of finite-dimensional objects is fundamental in topology and geometry.
Η λέξη "finite" προέρχεται από το Λατινικό "finitus", που σημαίνει "περι ограничμένος", και η λέξη "dimension" προέρχεται από το Λατινικό "dimensio", που σημαίνει "μέτρηση".
Συνώνυμα: - Limited-dimensional - Bounded-dimensional
Αντώνυμα: - Infinite-dimensional - Unbounded-dimensional