Fins είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό αριθμό.
/fɪnz/
Η λέξη "fins" αναφέρεται στα πτερύγια των ψαριών και άλλων υδρόβιων ζώων, που χρησιμοποιούνται για κίνηση, σταθερότητα και ευκινησία στο νερό. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα της βιολογίας, της θαλάσσιας ζωής και των σπορ που σχετίζονται με το κολύμπι ή την κατάδυση.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
The fish swam swiftly with its fins.
(Το ψάρι κολυμπούσε γρήγορα με τα πτερύγιά του.)
Dolphins also have fins that help them navigate through the water.
(Οι δελφίνες έχουν επίσης πτερύγια που τις βοηθούν να περιηγούνται στο νερό.)
Some species of fish have brightly colored fins.
(Ορισμένα είδη ψαριών έχουν φωτεινά χρωματισμένα πτερύγια.)
Η λέξη "fins" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές καθορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει κάποιες αναφορές συνδεδεμένες με τον θαλάσσιο κόσμο. Εδώ είναι μερικές:
"To be all fins and scales"
(Να είναι όλα πτερύγια και λέπια).
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που είναι περίπλοκο ή συγκεχυμένο.
(Αυτή η κατάσταση είναι όλα πτερύγια και λέπια.)
"To show one's fins"
(Να δείξεις τα πτερύγιά σου).
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αποκαλύπτει την αληθινή του φύση ή προθέσεις.
(Τελικά, άρχισε να δείχνει τα πτερύγιά του.)
"Swimming with the fins"
(Κολυμπώντας με τα πτερύγια).
Συχνά αναφέρεται στην ικανότητα να λειτουργούμε με εξαιρετική ευκολία σε προκλητικές καταστάσεις.
(Είναι πραγματικά ικανός, κολυμπάει με τα πτερύγια σε αυτή τη δουλειά.)
Η λέξη "fins" προέρχεται από την παλαιότερη αγγλική λέξη "finne," που προέρχεται από τη γερμανική ρίζα "finna," που σημαίνει "φτερό" ή "πτερύγιο."
Συνώνυμα:
- πτέρυγες (wings)
- φτερά (flippers)
Αντώνυμα:
Δεν υπάρχουν πραγματικά άμεσα αντώνυμα για την συγκεκριμένη λέξη, καθώς η "fin" αναφέρεται σε συγκεκριμένα ανατομικά χαρακτηριστικά των υδρόβιων οργανισμών.