Ουσιαστικό
/ˈfaɪər rɪˈtɑrdənt ˈeɪdʒənt/
Ένας fire-retardant agent είναι μια ουσία ή υλικό που χρησιμοποιείται για να μειώσει την αναφλεξιμότητα των υλικών ή να καθυστερήσει τη διάδοση της φωτιάς. Αυτές οι ουσίες είναι κοινές σε κατασκευαστικά υλικά, ρούχα και άλλα προϊόντα και μπορούν να προσφέρουν προστασία από πυρκαγιές. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιούνται κυρίως σε βιομηχανικά και τεχνικά περιβάλλοντα, αν και μπορεί να εμφανίζονται και σε καταναλωτικά προϊόντα. Η χρήση τους είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αναφορικά με τις τεχνικές προδιαγραφές και τις οδηγίες ασφαλείας.
The building was equipped with a fire-retardant agent to ensure safety.
Το κτίριο ήταν εξοπλισμένο με πυράντοχο παράγοντα για να διασφαλίσει την ασφάλεια.
Using a fire-retardant agent in textiles can prevent serious injuries.
Η χρήση ενός αντιπυρικού παράγοντα σε υφάσματα μπορεί να αποτρέψει σοβαρούς τραυματισμούς.
Ο όρος fire-retardant agent δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις γύρω του, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε ορισμένες τεχνικές εκφράσεις:
"Ensure your home is safe by applying a fire-retardant agent."
Διασφαλίστε ότι το σπίτι σας είναι ασφαλές εφαρμόζοντας έναν πυράντοχο παράγοντα.
"Manufacturers are required to use fire-retardant agents in children's clothing."
Οι κατασκευαστές απαιτείται να χρησιμοποιούν πυράντοχους παράγοντες στα ρούχα των παιδιών.
"A fire-retardant agent can significantly reduce the risk of fire in materials."
Ένας πυράντοχος παράγοντας μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο φωτιάς σε υλικά.
Ο όρος fire-retardant προέρχεται από το αγγλικό fire (φωτιά) και τη λέξη retardant, που σημαίνει "καθυστερητής" ή "αυτή που καθυστερεί". Η χρήση των ενώσεων για την πρόληψη ή καθυστέρηση φωτιάς έχει μακρά ιστορία στην προστασία από πυρκαγιές.
Συνώνυμα: - Fire suppressor - Flame retardant
Αντώνυμα: - Flammable agent - Ignitable substance
Αυτές οι λεπτομέρειες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τον όρο "fire-retardant agent" στη γλώσσα Αγγλικά.