Fireproof brick: ουσιαστικό (noun)
/ˈfaɪərˌpruːf brɪk/
Το "fireproof brick" αναφέρεται σε ένα ειδικό είδος τούβλου που έχει σχεδιαστεί ώστε να αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες και να μην καίγεται. Χρησιμοποιείται κυρίως σε κατασκευές που απαιτούν υψηλή πυρασφάλεια, όπως σε τζάκια, φούρνους ή σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις.
Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι υψηλή σε τεχνικά και κατασκευαστικά συμφραζόμενα, περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
The fireplace was constructed with fireproof brick to ensure safety.
Η εστία κατασκευάστηκε με πυροσβεστικό τούβλο για να εξασφαλίσει ασφάλεια.
We chose fireproof brick for the kitchen stove area to prevent fire hazards.
Επιλέξαμε πυροσβεστικό τούβλο για την περιοχή της κουζίνας ώστε να αποτρέψουμε κινδύνους πυρκαγιάς.
Many factories utilize fireproof brick in their construction to comply with safety regulations.
Πολλές βιομηχανίες χρησιμοποιούν πυροσβεστικό τούβλο στην κατασκευή τους για να τηρούν κανονισμούς ασφαλείας.
Η λέξη "fireproof" συνήθως χρησιμοποιείται σε διάφορες εκφράσεις σχετικές με την πυρασφάλεια ή την αντοχή σε συνθήκες φωτιάς.
Fireproof your home against potential hazards.
Προστατέψτε το σπίτι σας από πιθανούς κινδύνους φωτιάς.
It's important to fireproof the materials used in construction projects.
Είναι σημαντικό να ανθεκτικά σε πυρκαγιά τα υλικά που χρησιμοποιούνται σε κατασκευαστικά έργα.
They installed fireproof insulation in the walls.
Εγκατέστησαν ανθεκτική σε πυρκαγιά μόνωση στους τοίχους.
The fireproof coating on the pipes prevented damage.
Η ανθεκτική σε πυρκαγιά επικάλυψη στους σωλήνες προκάλεσε την αποφυγή ζημιάς.
Ensure all your equipment is fireproof for safety purposes.
Διασφαλίστε ότι όλος ο εξοπλισμός σας είναι ανθεκτικός σε πυρκαγιά για λόγους ασφαλείας.
Η λέξη "fireproof" προέρχεται από την αγγλική λέξη "fire" (φωτιά) συνδυασμένη με το "proof" (μη επιδεκτικός, ανθεκτικός). Η λέξη "brick" προέρχεται από την ολλανδική λέξη "baksteen", που σημαίνει τούβλο.
Συνώνυμα: - πυροσβεστικό τούβλο - ανθεκτικό τούβλο
Αντώνυμα: - εύφλεκτο τούβλο - μη ανθεκτικό τούβλο