Το "firing" είναι η προοδευτική μορφή του ρήματος "to fire". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια του πυροβολισμού ή την εκτόξευση κάτι.
Η λέξη "at" χρησιμοποιείται ως προσδιοριστής που δηλώνει κατεύθυνση ή στόχο.
Η φράση "firing at" χρησιμοποιείται κυρίως σε στρατιωτικά ή βίαια συμφραζόμενα για να περιγράψει τη δράση ενός ατόμου που πυροβολεί κατά κάποιου ή κάποιου αντικειμένου. Χρησιμοποιείται επίσης και σε μεταφορικούς όρους για να αναφέρεται σε επιθέσεις ή επιθέσεις με λόγια.
Η φράση "firing at" είναι πιο συνηθισμένη σε στρατιωτικά συμφραζόμενα ή σε ειδήσεις που αναφέρονται σε βίαιες καταστάσεις. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή σε δημοσιογραφικά κείμενα και σε επαγγελματικές συζητήσεις σχετικές με εκπαίδευση ή ασφαλεία.
Η φράση "firing at" χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Συχνά εμφανίζεται σε εξαρτήσεις γραπτών κειμένων, όπως ειδήσεις, άρθρα ή ακαδημαϊκές μελέτες, αλλά μπορεί επίσης να ακουστεί σε καθημερινή ομιλία όταν αναφέρονται περιστατικά ή στρατιωτικές δραστηριότητες.
"Οι στρατιώτες πυροβολούσαν κατά των θέσεων του εχθρού."
"During the protest, the police started firing at the crowd."
Η λέξη "fire" καταγόταν από την παλαιά αγγλική λέξη "fyr", που σημαίνει φωτιά ή πυρ. Το ρήμα "to fire" χρησιμοποιείται επίσης ιστορικά για να περιγράψει την εκτόξευση κανονιών ή όπλων. Το "at" είναι από το αρχαίο αγγλικό "æt", που σημαίνει "σε" ή "κατά". Στην σύγχρονη γλώσσα, η φράση διατηρεί τη σημασία της στόχευσης και της εκτόξευσης.