Το "first school" είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό.
/fɜrst skuːl/
Ο όρος "first school" αναφέρεται συνήθως στο πρώτο σχολείο που παρακολουθούν τα παιδιά, συχνά χρησιμοποιούμενος για να περιγράψει το πρώτο εκπαιδευτικό ίδρυμα που σχετίζεται με τη σχολική εκπαίδευση. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα όταν συζητούνται οι εκπαιδευτικές εμπειρίες κάποιου.
My first school was a small local institution.
Το πρώτο σχολείο μου ήταν ένα μικρό τοπικό ίδρυμα.
I have many fond memories of my first school.
Έχω πολλές αγαπημένες αναμνήσεις από το πρώτο σχολείο μου.
He often talks about his friends from his first school.
Συχνά μιλάει για τους φίλους του από το πρώτο σχολείο.
Ο όρος "first school" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες εκφράσεις που σχετίζονται με την εκπαίδευση και τις πρώτες εμπειρίες των παιδιών. Ακολουθούν μερικές παραδείγματικές προτάσεις:
Going back to your first school can be a nostalgic experience.
Το να επιστρέψεις στο πρώτο σου σχολείο μπορεί να είναι μια νοσταλγική εμπειρία.
He learned his basic skills at his first school, which helped him later in life.
Έμαθε τις βασικές του δεξιότητες στο πρώτο του σχολείο, που τον βοήθησαν αργότερα στη ζωή του.
Many people stay in touch with friends from their first school.
Πολλοί άνθρωποι διατηρούν επαφή με φίλους από το πρώτο τους σχολείο.
The values I learned in my first school shaped my character.
Οι αξίες που έμαθα στο πρώτο μου σχολείο διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μου.
Revisiting your first school can bring back a flood of memories.
Η επανασύνδεση με το πρώτο σου σχολείο μπορεί να φέρει πίσω ένα κύμα αναμνήσεων.
Ο όρος "first" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "fyrra", που σημαίνει "πρώτος", ενώ η λέξη "school" προέρχεται από την ελληνική λέξη "scholē" που σημαίνει "παρεμβολή" ή "δραστηριότητα" και αναφέρεται στις διαδικασίες εκπαίδευσης.
Συνώνυμα: - Primary school (πρωτοβάθμια σχολείο) - Elementary school (νηπιαγωγείο)
Αντώνυμα: - Last school (τελευταίο σχολείο) - Final school (τελικό σχολείο)