Το “fit-on connection” είναι μια φράση που κυρίως χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/ˈfɪt-ɒn kəˈnɛkʃən/
Η φράση “fit-on connection” χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συγκεκριμένη σύνδεση που έχει σχεδιαστεί ώστε να ταιριάζει απόλυτα ή να συνδέεται εύκολα με άλλες συσκευές ή περιφερειακά. Είναι συχνά συνδεδεμένη με τεχνολογία, κυρίως στην ηλεκτρονική ή μηχανολογία.
Η χρήση της φράσης είναι πιο συχνή σε τεχνικά και επαγγελματικά πλαίσια, σε έγγραφα και ειδικά κείμενα, ενώ δεν είναι ιδιαίτερα κοινή στον προφορικό λόγο.
The fit-on connection allows for seamless integration with other devices.
(Η σύνδεση fit-on επιτρέπει τη χωρίς ραφή ενσωμάτωσή με άλλες συσκευές.)
Make sure the fit-on connection is properly aligned before use.
(Βεβαιωθείτε ότι η σύνδεση fit-on είναι σωστά ευθυγραμμισμένη πριν από τη χρήση.)
This product features a unique fit-on connection that enhances performance.
(Αυτό το προϊόν διαθέτει μια μοναδική σύνδεση fit-on που βελτιώνει την απόδοση.)
Η φράση “fit-on connection” δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, ορισμένες σχετικές περιφράσεις που μπορεί να εμφανιστούν περιλαμβάνουν:
"Create a fit-on connection between systems"
(Δημιουργήστε μια σύνδεση fit-on μεταξύ των συστημάτων.)
"The design promotes a fit-on connection for easy setup."
(Ο σχεδιασμός προάγει μια σύνδεση fit-on για εύκολη εγκατάσταση.)
"Ensure a secure fit-on connection to avoid any disruptions."
(Διασφαλίστε μια ασφαλή σύνδεση fit-on για να αποφύγετε τυχόν διακοπές.)
Η λέξη “fit” προέρχεται από το αγγλοσαξωνικό “fȳtan” που σημαίνει "να ταιριάζει" ή "να είναι κατάλληλο". Η λέξη “connection” προέρχεται από τη λατινική λέξη “connectere”, η οποία σημαίνει “να συνδέω, να ενοποιώ”.
Συνώνυμα:
- Seamless connection
- Compatible connection
Αντώνυμα:
- Incompatible connection
- Loose connection