Η λέξη "fitting piece" μπορεί να ταξινομηθεί ως φράση, στην οποία "fitting" είναι επίθετο και "piece" είναι ουσιαστικό.
/fɪtɪŋ piːs/
Η φράση "fitting piece" αναφέρεται σε ένα κομμάτι ή στοιχείο που ταιριάζει σωστά ή είναι κατάλληλο για μια συγκεκριμένη χρήση ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια σχετικά με την κατασκευή, την προσαρμογή, ή την αναγκαία σύνθεση ενός συνόλου. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα ενδοβιομηχανικής ή τεχνικής φύσης, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
"Ο σχεδιαστής βρήκε το κομμάτι που ταιριάζει στο παζλ."
"She wanted to find a fitting piece for her jewelry collection."
Η φράση "fitting piece" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που υποδεικνύουν την καταλληλότητα ή την ανάγκη συνέχισης/συμπλήρωσης κάτι:
"Η εύρεση του κατάλληλου κομματιού της συμβουλής μπορεί να αλλάξει την έκβαση."
"In this project, every team member is a fitting piece of the puzzle."
"Σε αυτό το έργο, κάθε μέλος της ομάδας είναι ένα κατάλληλο κομμάτι του παζλ."
"She finally realized that he was the fitting piece she needed in her life."
Η λέξη "fitting" προέρχεται από το παλιό Αγγλικό "fitten" που σημαίνει "να προσαρμόσω, να ταιριάξω", ενώ η λέξη "piece" προέρχεται από το λατινικό "paxio", που σημαίνει "να συνδέσω".
Συνώνυμα - Appropriate part - Suitable segment - Correct piece
Αντώνυμα - Incompatible piece - Mismatched part - Unsuitable item