Ο όρος "fixed capacitor" είναι μια φράση που προκύπτει από ένα επίθετο και ένα ουσιαστικό. Στην ελληνική γλώσσα, οι λέξεις χωρίζονται ως εξής: - fixed: επίθετο - capacitor: ουσιαστικό
Η φωνητική μεταγραφή του "fixed capacitor" είναι: /ˈfɪkst kəˈpæsɪtər/
Ο "fixed capacitor" αναφέρεται σε έναν πυκνωτή που έχει σταθερή χωρητικότητα και δεν μπορεί να προσαρμοστεί ή να ρυθμιστεί, σε αντίθεση με τους ρυθμιζόμενους πυκνωτές. Οι σταθεροί πυκνωτές χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρονικές εφαρμογές για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας και τη ρύθμιση του ρεύματος σε κυκλώματα. Χρησιμοποιούνται ευρέως στη γραπτή και προφορική γλώσσα, κυρίως в техни̱kéς συζητήσεις.
The fixed capacitor helps to stabilize the circuit.
Ο σταθερός πυκνωτής βοηθά στη σταθεροποίηση του κυκλώματος.
In this project, we are using a fixed capacitor for filtering.
Σε αυτό το έργο, χρησιμοποιούμε έναν σταθερό πυκνωτή για φιλτράρισμα.
Understanding the behavior of a fixed capacitor is crucial for electrical engineers.
Η κατανόηση της συμπεριφοράς ενός σταθερού πυκνωτή είναι κρίσιμη για τους ηλεκτρολόγους μηχανικούς.
Ο όρος "fixed capacitor" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με ορισμένες τεχνικές φράσεις στον τομέα της ηλεκτρονικής. Ωστόσο, μπορούμε να δούμε κάποιες εκφράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο:
"Change the fixed capacitor values for optimization."
"Αλλάξτε τις τιμές του σταθερού πυκνωτή για βελτιστοποίηση."
"The circuit design requires a reliable fixed capacitor."
"Ο σχεδιασμός του κυκλώματος απαιτεί έναν αξιόπιστο σταθερό πυκνωτή."
"A faulty fixed capacitor can lead to circuit failure."
"Ένας ελαττωματικός σταθερός πυκνωτής μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία του κυκλώματος."
Ο όρος "capacitor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "capacitas," που σημαίνει "ικανότητα" ή "χωρητικότητα", και το πρόθεμα "fix" προέρχεται από το λατινικό "figere," που σημαίνει "να σταθεροποιηθεί" ή "να προσαρτηθεί".