Fixed capital είναι μια συνωνυμία που ανήκει στον τομέα των ουσιαστικών.
/fɪkst ˈkæpɪtəl/
Το "fixed capital" αναφέρεται στα σταθερά κεφάλαια που χρησιμοποιούνται σε μια επιχείρηση για τη δημιουργία αγαθών και υπηρεσιών. Αυτά τα κεφάλαια περιλαμβάνουν τα πάγια στοιχεία ενεργητικού, όπως είναι οι μηχανές, τα κτίρια και οι εγκαταστάσεις. Η σημασία του fixed capital εντοπίζεται στην ικανότητά του να συμβάλλει στην παραγωγική διαδικασία της επιχείρησης.
Σε όρους συχνότητας, η φράση "fixed capital" χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, ειδικά σε οικονομικά κείμενα και αναλύσεις, αλλά δεν είναι σπάνια και στις προφορικές συζητήσεις στον τομέα των οικονομικών.
"Η εταιρεία επένδυσε ένα σημαντικό ποσό στα σταθερά κεφάλαια για να επεκτείνει την παραγωγική της ικανότητα."
"Maintaining fixed capital is crucial for sustaining long-term business growth."
"Η διατήρηση των σταθερών κεφαλαίων είναι κρίσιμη για τη διαρκή ανάπτυξη της επιχείρησης."
"The evaluation of fixed capital helps determine the financial health of the organization."
Το "fixed capital" δεν συναντάται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μερικές οικονομικές φράσεις περιλαμβάνουν:
"Η απόδοση στα σταθερά κεφάλαια είναι ένα σημαντικό μέτρο για τους επενδυτές."
"Proper management of fixed capital can lead to increased profitability."
"Η σωστή διαχείριση των σταθερών κεφαλαίων μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη κερδοφορία."
"Fixed capital requirements may vary significantly across different industries."
Ο όρος "fixed" προέρχεται από την μεσαία αγγλική λέξη "fixen," που σημαίνει τοποθετώ ή σταθεροποιώ. Ο όρος "capital" προέρχεται από τη λατινική λέξη "capitale," που σημαίνει "κεφάλαιο" ή "προπαρασκευή."
Συνώνυμα: - Σταθερό κεφάλαιο (fixed assets) - Πάγιο κεφάλαιο (permanent capital)
Αντώνυμα: - Κυλιόμενο κεφάλαιο (working capital) - Μεταβλητό κεφάλαιο (variable capital)