Φράση (Συνδυασμός λέξεων)
/fɪkst ˈpraɪsɪz/
Η φράση "fixed prices" αναφέρεται σε τιμές που έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων και δεν μεταβάλλονται. Αυτού του είδους οι τιμές είναι σύνηθες φαινόμενο στην αγορά, καθώς εκμηδενίζουν την αβεβαιότητα για τους πελάτες και διευκολύνουν τη διαδικασία των συναλλαγών. Οι σταθερές τιμές χρησιμοποιούνται συχνά σε εμπορικές συμφωνίες και συμβόλαια.
Η φράση χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, ωστόσο συναντάται συχνότερα σε γραπτές οικονομικές ή εμπορικές αναφορές.
Είναι σχετικά συχνά χρησιμοποιούμενη, καθώς πολλές επιχειρήσεις προτιμούν να προσφέρουν σταθερές τιμές για να προσελκύσουν πελάτες.
Το κατάστημα προσφέρει σταθερές τιμές για όλα τα προϊόντα του.
Consumers appreciate fixed prices because there are no unexpected costs.
Οι καταναλωτές εκτιμούν τις σταθερές τιμές γιατί δεν υπάρχουν απρόβλεπτα έξοδα.
At these fixed prices, customers can easily budget their purchases.
Οι σταθερές τιμές είναι απαραίτητες για τον προγραμματισμό του προϋπολογισμού.
"When traveling, look for places that offer fixed prices to avoid surprises."
Όταν ταξιδεύετε, ψάξτε για μέρη που προσφέρουν σταθερές τιμές για να αποφύγετε εκπλήξεις.
"Fixed prices can lead to increased customer trust."
Οι σταθερές τιμές μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένη εμπιστοσύνη των πελατών.
"Many restaurants have adopted fixed prices for meal packages."
Πολλά εστιατόρια έχουν υιοθετήσει σταθερές τιμές για πακέτα γευμάτων.
"In times of inflation, fixed prices can be a relief for consumers."
Σε περιόδους πληθωρισμού, οι σταθερές τιμές μπορεί να είναι ανακούφιση για τους καταναλωτές.
"Shopping at places with fixed prices makes transactions simpler."
Η ψώνια σε μέρη με σταθερές τιμές καθιστά τις συναλλαγές απλούστερες.
"Some businesses use fixed prices to create a sense of fairness."
Ορισμένες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν σταθερές τιμές για να δημιουργήσουν μια αίσθηση δικαιοσύνης.
"With fixed prices, customers can be more confident in their purchase decisions."
Η λέξη "fixed" προέρχεται από το λατινικό "fixus", που σημαίνει "σταθερός" ή "καθορισμένος", ενώ η λέξη "prices" είναι το πληθυντικό του "price", που προέρχεται από το γαλλικό "prix", το οποίο προέρχεται με τη σειρά του από την λατινική λέξη "pretium", που σημαίνει "αξία" ή "κοστίζει".