Η λέξη "fixer" αναφέρεται συνήθως σε ένα άτομο που διορθώνει ή ρυθμίζει κάτι, ή σε κάποιον που μπορεί να παρέχει λύσεις σε προβλήματα. Συχνά χρησιμοποιείται σε συμφραζόμενα που αφορούν τη συνομιλία, επιδιόρθωση ή ρύθμιση καταστάσεων. Στον τομέα της δημοσιογραφίας, ένας "fixer" μπορεί να είναι κάποιος που βοηθά τους δημοσιογράφους να προσαρμοστούν σε μια χώρα ή περιοχή, παρέχοντας τοπική γνώση και επαφές.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε δημοσιογραφικό ή επαγγελματικό πλαίσιο.
The fixer was able to resolve the issues quickly.
Ο διορθωτής μπόρεσε να επιλύσει τα προβλήματα γρήγορα.
She hired a fixer to help her with the renovation of her house.
Εκείνη προσέλαβε έναν επισκευαστή για να τη βοηθήσει με την ανακαίνιση του σπιτιού της.
In the film, the fixer arranged all the logistics for the reporter.
Στην ταινία, ο ρυθμιστής διοργάνωσε όλες τις λεπτομέρειες για τον δημοσιογράφο.
Η λέξη "fixer" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις:
"He's the fixer in our team."
Είναι ο διορθωτής στην ομάδα μας.
"They hired a fixer to handle the complications."
Προσέλαβαν έναν ρυθμιστή για να χειριστεί τις περίπλοκες καταστάσεις.
"You need a fixer for this mess."
Χρειάζεσαι έναν διορθωτή για αυτό το χάος.
"The fixer knows all the ins and outs of the industry."
Ο διορθωτής γνωρίζει όλα τα μυστικά της βιομηχανίας.
"In politics, every campaign needs a skilled fixer."
Στην πολιτική, κάθε εκστρατεία χρειάζεται έναν ικανό ρυθμιστή.
Η λέξη "fixer" προέρχεται από τη λέξη "fix", η οποία προέρχεται από το λατινικό "figere," που σημαίνει "να ενώνω ή να στερεώνω".