Ρήμα (verb)
/ˈflæb.ər.ɡæst/
Η λέξη "flabbergast" σημαίνει να εκπλήσσεις ή να αφήνεις κάποιον άφωνο, συνήθως με κάποιο απροσδόκητο γεγονός ή πληροφορία. Χρησιμοποιείται κυρίως στους προφορικούς λόγους και σε Casual γραφές, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε πιο επίσημες καταστάσεις, αν και λιγότερο συχνά.
Οι ειδήσεις για την προαγωγή της κατάφεραν να καταπλήξουν όλους στο γραφείο.
He was completely flabbergasted by the unexpected announcement.
"Να είσαι καταπληγμένος από κάτι" είναι μια κοινή φράση που περιγράφει την κατάσταση του να είσαι σοκαρισμένος ή έκπληκτος.
"They flabbergasted everyone with their sudden decision."
"Κατέπληξαν όλους με την ξαφνική τους απόφαση."
"When he won the award, it flabbergasted his friends."
"Όταν κέρδισε το βραβείο, κατέπληξε τους φίλους του."
"Her flabbergasted reaction was priceless when she saw the surprise party."
Η καταπληγμένη αντίδρασή της ήταν ανεκτίμητη όταν είδε την έκπληξη του πάρτι.
"It’s not every day you get flabbergasted by a magician."
Δεν είναι κάθε μέρα που καταπλήσσεσαι από έναν μάγο.
"I was flabbergasted to learn about the historical event that took place in my hometown."
Η λέξη "flabbergast" έχει μυστηριώδη προέλευση, αλλά πιθανώς προέρχεται από ένα συνδυασμό των λέξεων "flabber" (σημαίνει "να λάβει κάποια μορφή, να φορτιστεί") και "aghast" (σημαίνει "σοκαρισμένος, τρομαγμένος"). Η λέξη καταγράφηκε για πρώτη φορά γύρω στον 18ο αιώνα.
Συνώνυμα: - astonish - amaze - astound
Αντώνυμα: - bore - calm - reassure