flabbergast - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

flabbergast (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα (verb)

Φωνητική μεταγραφή

/ˈflæb.ər.ɡæst/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "flabbergast" σημαίνει να εκπλήσσεις ή να αφήνεις κάποιον άφωνο, συνήθως με κάποιο απροσδόκητο γεγονός ή πληροφορία. Χρησιμοποιείται κυρίως στους προφορικούς λόγους και σε Casual γραφές, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε πιο επίσημες καταστάσεις, αν και λιγότερο συχνά.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The news about her promotion managed to flabbergast everyone in the office.
  2. Οι ειδήσεις για την προαγωγή της κατάφεραν να καταπλήξουν όλους στο γραφείο.

  3. He was completely flabbergasted by the unexpected announcement.

  4. Ήταν τελείως άφωνος από την απροσδόκητη ανακοίνωση.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "flabbergast"

  1. "To be flabbergasted by something" is a common phrase to describe being shocked or surprised.
  2. "Να είσαι καταπληγμένος από κάτι" είναι μια κοινή φράση που περιγράφει την κατάσταση του να είσαι σοκαρισμένος ή έκπληκτος.

  3. "They flabbergasted everyone with their sudden decision."

  4. "Κατέπληξαν όλους με την ξαφνική τους απόφαση."

  5. "When he won the award, it flabbergasted his friends."

  6. "Όταν κέρδισε το βραβείο, κατέπληξε τους φίλους του."

  7. "Her flabbergasted reaction was priceless when she saw the surprise party."

  8. Η καταπληγμένη αντίδρασή της ήταν ανεκτίμητη όταν είδε την έκπληξη του πάρτι.

  9. "It’s not every day you get flabbergasted by a magician."

  10. Δεν είναι κάθε μέρα που καταπλήσσεσαι από έναν μάγο.

  11. "I was flabbergasted to learn about the historical event that took place in my hometown."

  12. Ήμουν καταπληγμένος όταν έμαθα για το ιστορικό γεγονός που συνέβη στην πατρίδα μου.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "flabbergast" έχει μυστηριώδη προέλευση, αλλά πιθανώς προέρχεται από ένα συνδυασμό των λέξεων "flabber" (σημαίνει "να λάβει κάποια μορφή, να φορτιστεί") και "aghast" (σημαίνει "σοκαρισμένος, τρομαγμένος"). Η λέξη καταγράφηκε για πρώτη φορά γύρω στον 18ο αιώνα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - astonish - amaze - astound

Αντώνυμα: - bore - calm - reassure



25-07-2024