Flat chisel (συνδυασμός λέξεων): Ουσιαστικό
/flæt ˈʧɪzəl/
Η φράση "flat chisel" αναφέρεται σε ένα εργαλείο με επίπεδη άκρη, που χρησιμοποιείται συνήθως στη χειροτεχνία, την ξυλουργική ή τη γλυπτική για να κόψει ή να σμιλέψει διάφορα υλικά, όπως ξύλο ή πέτρα. Είναι ένα σημαντικό εργαλείο που επιτρέπει λεπτομερείς και ακριβείς κοπές.
Η φράση "flat chisel" είναι πιο συνηθισμένη στον γραπτό λόγο, ειδικά σε τεχνικά κείμενα που σχετίζονται με κατασκευές και εργαλεία.
Η φράση χρησιμοποιείται σχετικά συχνά σε πλαίσια που σχετίζονται με την κατασκευή, την τέχνη και την εκπαίδευση σε τεχνικές εργασίας.
Ο ξυλουργός χρησιμοποίησε ένα επίπεδο chisel για να λειάνει τις άκρες του ξύλινου τραπεζιού.
A flat chisel is essential for any woodworking project requiring precision.
Ένα επίπεδο σκαρπέλο είναι απαραίτητο για κάθε έργο ξυλουργικής που απαιτεί ακρίβεια.
He sharpened his flat chisel before starting the carving process.
Η φράση "flat chisel" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, ωστόσο, στην επαγγελματική ή τεχνική γλώσσα υπάρχουν κάποιες σχετικές καταστάσεις:
Να κόβεις γωνίες, όπως όταν χρησιμοποιείς ένα επίπεδο σκαρπέλο.
You need to be sharp as a flat chisel in this trade.
Πρέπει να είσαι κοφτερός σαν ένα επίπεδο σκαρπέλο σε αυτό το επάγγελμα.
Working with a flat chisel requires a steady hand and great skill.
Η λέξη "chisel" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "cesol," η οποία σχετίζεται με την αρχαία γερμανική "kizil," που σημαίνει να κόβεις ή να σκαλίζεις. Η λέξη "flat" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "flaete," που σημαίνει επίπεδο ή οριζόντιο.
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και την εφαρμογή του όρου "flat chisel" καθώς και τη χρήση του σε διάφορες περιπτώσεις.