Flat gain (σύνθετη φράση): Εδώ χρησιμοποιούμε το "flat" ως επίθετο και το "gain" ως ουσιαστικό.
/flæt ɡeɪn/
Η φράση "flat gain" αναφέρεται σε μια σταθερή ή ομοιόμορφη αύξηση, συχνά χρησιμοποιούμενη σε οικονομικά ή επιχειρηματικά συμφραζόμενα για να δηλώσει ότι οι κέρδοι είναι σταθεροί και δεν παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις. Στη γλώσσα των επιχειρήσεων, υποδηλώνει μια κατάσταση όπου οι κερδισμένες ποσότητες είναι σταθερές, χωρίς αύξηση ή μείωση.
Η φράση "flat gain" χρησιμοποιείται κυρίως σε επαγγελματικά ή επιστημονικά πλαίσια. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, με σχετική συχνότητα και στον προφορικό λόγο όταν οι ομιλητές αναφέρονται σε οικονομικά θέματα.
Η εταιρεία ανέφερε ένα επίπεδο κέρδος αυτό το τρίμηνο.
Investors were disappointed with the flat gain of the stock.
Οι επενδυτές απογοητεύτηκαν με την επίπεδη αύξηση της μετοχής.
There was a flat gain in the revenue projections for this year.
Η φράση "flat gain" δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις ταυτόχρονα με άλλες λέξεις που σχετίζονται με την ακρίβεια ή την ανάλυση:
Σε ένα έτος με επίπεδα κέρδη, είναι απαραίτητο να επαναξιολογήσουμε τη στρατηγική μας.
The flat gain in profits emphasizes the need for innovation.
Η επίπεδη αύξηση στα κέρδη τονίζει την ανάγκη για καινοτομία.
Our flat gain last year was a signal to innovate.
Η επίπεδη κερδοφορία μας πέρυσι ήταν ένα σήμα να καινοτομήσουμε.
Despite the flat gain, we can still focus on improving efficiencies.
Η λέξη "flat" προέρχεται από την παλαιοαγγλική "flet" που σημαίνει επίπεδο ή οριζόντιο, ενώ η λέξη "gain" προέρχεται από την παλαιοαγγλική "gægn", που σημαίνει κέρδος ή ωφέλεια.
Συνώνυμα: stable gain, consistent gain
Αντώνυμα: fluctuating gain, loss