Flat refusal είναι φράση που λειτουργεί ως ονοματική φράση.
/flæt rɪˈfjuzəl/
Η φράση "flat refusal" αναφέρεται σε μια ξεκάθαρη και κατηγορηματική άρνηση χωρίς χώρους για παρερμηνείες ή διαπραγματεύσεις. Χρησιμοποιείται για να επισημάνει ότι δεν υπάρχει καμία αποδοχή ή καμία πρόθεση να εξεταστεί η αίτηση ή η πρόταση.
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε πιο επίσημες ή σοβαρές συζητήσεις.
The committee issued a flat refusal to the proposal.
(Η επιτροπή εξέδωσε κατηγορηματική άρνηση στην πρόταση.)
His flat refusal to attend the meeting surprised everyone.
(Η απόλυτη άρνησή του να παραστεί στη συνεδρίαση εξέπληξε όλους.)
She gave a flat refusal when asked for a donation.
(Έδωσε κατηγορηματική άρνηση όταν ρωτήθηκε για δωρεά.)
Η φράση "flat refusal" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες δίνουν έμφαση στον αρνητικό χαρακτήρα της απάντησης:
"After his flat refusal, we had to look for other options."
(Μετά την κατηγορηματική του άρνηση, έπρεπε να ψάξουμε για άλλες επιλογές.)
"Her flat refusal to change her mind left no room for discussion."
(Η απόλυτη άρνησή της να αλλάξει γνώμη δεν άφησε περιθώριο για συζήτηση.)
"The flat refusal of the request was expected given the circumstances."
(Η κατηγορηματική άρνηση του αιτήματος ήταν αναμενόμενη δεδομένων των συνθηκών.)
"He met with a flat refusal from the officials about the new policy."
(Ανταποκρίθηκε με κατηγορηματική άρνηση από τους αξιωματούχους σχετικά με την νέα πολιτική.)
"Despite her pleas, his flat refusal was unyielding."
(Παρά τις παρακλήσεις της, η κατηγορηματική του άρνηση ήταν αμετάκλητη.)
Η λέξη "flat" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "flat," που σημαίνει επίπεδο ή ίσιος, ενώ "refusal" έχει τις ρίζες της στο λατινικό “refutare,” που σημαίνει να απωθήσω ή να απορρίψω. Μαζί, συνθέτουν την έννοια μία απόλυτη ή ξεκάθαρη άρνηση.
Συνώνυμα: - Absolute refusal - Total rejection
Αντώνυμα: - Acceptance - Agreement - Consent