Flaunting είναι ρήμα.
/ˈflɔːntɪŋ/
Η λέξη flaunting σημαίνει να επιδεικνύει κάτι με υπερηφάνεια και συχνά με σκοπό να εντυπωσιάσει ή να προκαλέσει ζηλοτυπία. Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα όπου κάποιος δείχνει την ευημερία του, την ομορφιά του ή τις ικανότητές του σε μια προκλητική ή εντυπωσιακή manner. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να ακουστεί και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα που αφορούν την κοινωνική αλληλεπίδραση.
He was flaunting his new car to everyone at the party.
Αυτός επιδεικνύει το νέο του αυτοκίνητο σε όλους στο πάρτι.
She loves flaunting her designer clothes on social media.
Αγαπά να επιδεικνύει τα ρούχα της από σχεδιαστές στα social media.
Flaunting wealth in front of those who are struggling is not wise.
Η επιδεικτική πλούτου μπροστά σε αυτούς που αγωνίζονται δεν είναι σοφή.
Flaunt it if you got it
Εάν το έχεις, δείξ' το.
Αυτή η φράση σημαίνει ότι εάν έχεις κάτι εντυπωσιακό, πρέπει να το επιδεικνύεις.
Flaunting one's assets
Επιδεικνύοντας τα πλεονεκτήματά του.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που τονίζει τα πλεονεκτήματά του, είτε σωματικά είτε επαγγελματικά.
Flaunting a confident attitude
Επιδεικνύοντας μια σίγουρη στάση.
Υποδηλώνει κάποιον που δείχνει αυτοπεποίθηση στον τρόπο που συμπεριφέρεται.
Flaunting an extravagant lifestyle
Επιδεικνύοντας έναν πολυτελή τρόπο ζωής.
Συχνά αναφέρεται σε κάποιον που ζει με πλούτο και πολυτέλεια και δείχνει την ευημερία του.
Η λέξη "flaunt" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "flanten," που σημαίνει "να κουνάει." Συνδέεται με την έννοια του να επιδεικνύει την εξωτερική λάμψη ή υπερηφάνεια.
Συνώνυμα: - Displaying (επιδεικνύοντας) - Showcasing (παρουσιάζοντας) - Parading (παρελαύνει)
Αντώνυμα: - Hiding (κρύβοντας) - Concealing (κρύβοντας) - Keeping private (κρατώντας ιδιωτικό)