Ο όρος "flautist" είναι ουσιαστικό.
/fˈlaʊtɪst/
Ο όρος "flautist" αναφέρεται σε έναν μουσικό που παίζει φλάουτο. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορική ομιλία.
Η λέξη "flautist" είναι σχετικά συχνή σε μουσικά συμφραζόμενα και σε κείμενα που σχετίζονται με τη μουσική. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει επαγγελματίες ή ερασιτέχνες που ειδικεύονται στο φλάουτο.
Ο ταλαντούχος φλαουτίστας έπαιξε μια όμορφη μελωδία κατά τη διάρκεια της συναυλίας.
She has been a flautist in the orchestra for over ten years.
Είναι φλαουτίστας στην ορχήστρα για πάνω από δέκα χρόνια.
Many composers have written pieces specifically for the flautist.
Η λέξη "flautist" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες φράσεις που αφορούν τη μουσική.
Ο φλαουτίστας χτύπησε τις σωστές νότες τη σωστή στιγμή.
"Being a flautist takes a lot of practice and dedication."
Να είσαι φλαουτίστας απαιτεί πολλή εξάσκηση και αφοσίωση.
"The flautist's performance was the highlight of the evening."
Η λέξη "flautist" προέρχεται από το γαλλικό "flûtiste", που σημαίνει επίσης "φλαουτίστας", το οποίο βασίζεται στο "flûte" (φλάουτο). Η ρίζα του πηγαίνει στην αρχαία γαλλική γλώσσα και συνδέεται με την λατινική λέξη "flāuta".
Η λέξη "flautist" είναι εστιασμένη στη συγκεκριμένη τέχνη του να παίζει κανείς φλάουτο, χωρίς άμεσα αντώνυμα, καθώς δεν υπάρχει μια αντίθετη έννοια που να καλύπτει την τέχνη αυτή.