Το "fleshly strength" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈflɛʃli strɛŋkθ/
Η φράση "fleshly strength" αναφέρεται στη σωματική ή φυσική δύναμη που προέρχεται από το σώμα. Συχνά χρησιμοποιείται με αρνητική χροιά για να υποδηλώσει μια έμφαση σε φυσικά ή σαρκικά ενδιαφέροντα, συχνά σε αντίθεση με πνευματικά ή ηθικά στοιχεία. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε θρησκευτικά ή φιλοσοφικά κείμενα.
Ο αθλητής βασίστηκε στη σάρκινη δύναμη για να κερδίσει τον διαγωνισμό.
In some philosophies, fleshly strength is seen as inferior to spiritual strength.
Σε κάποιες φιλοσοφίες, η σάρκινη δύναμη θεωρείται κατώτερη της πνευματικής δύναμης.
The warrior's fleshly strength was unmatched among his peers.
Η φράση "fleshly strength" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανίζεται σε ορισμένες φράσεις ή συνδυασμούς σε θρησκευτικά ή φιλοσοφικά κείμενα.
Η σάρκινη δύναμη δεν συγκρίνεται με τη δύναμη του χαρακτήρα.
He believed that true power lies beyond fleshly strength.
Πίστευε ότι η αληθινή δύναμη βρίσκεται πέρα από τη σάρκινη δύναμη.
Relying solely on fleshly strength can lead to failure in the long run.
Η λέξη "fleshly" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "fleshlich," σχετικά με τη σάρκα, και συνδέεται με την παλαιά Αγγλική λέξη "flesc." Η λέξη "strength" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "strengtha," που σημαίνει δύναμη ή ισχύς.
Συνώνυμα: - σωματική ισχύς - φυσική δύναμη
Αντώνυμα: - πνευματική δύναμη - ηθική ισχύς