fleshly strength - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

fleshly strength (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "fleshly strength" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈflɛʃli strɛŋkθ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "fleshly strength" αναφέρεται στη σωματική ή φυσική δύναμη που προέρχεται από το σώμα. Συχνά χρησιμοποιείται με αρνητική χροιά για να υποδηλώσει μια έμφαση σε φυσικά ή σαρκικά ενδιαφέροντα, συχνά σε αντίθεση με πνευματικά ή ηθικά στοιχεία. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε θρησκευτικά ή φιλοσοφικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The athlete relied on his fleshly strength to win the competition.
  2. Ο αθλητής βασίστηκε στη σάρκινη δύναμη για να κερδίσει τον διαγωνισμό.

  3. In some philosophies, fleshly strength is seen as inferior to spiritual strength.

  4. Σε κάποιες φιλοσοφίες, η σάρκινη δύναμη θεωρείται κατώτερη της πνευματικής δύναμης.

  5. The warrior's fleshly strength was unmatched among his peers.

  6. Η σάρκινη δύναμη του πολεμιστή ήταν ανίκητη ανάμεσα στους συνομηλίκους του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "fleshly strength" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανίζεται σε ορισμένες φράσεις ή συνδυασμούς σε θρησκευτικά ή φιλοσοφικά κείμενα.

  1. Fleshly strength does not compare to the strength of character.
  2. Η σάρκινη δύναμη δεν συγκρίνεται με τη δύναμη του χαρακτήρα.

  3. He believed that true power lies beyond fleshly strength.

  4. Πίστευε ότι η αληθινή δύναμη βρίσκεται πέρα από τη σάρκινη δύναμη.

  5. Relying solely on fleshly strength can lead to failure in the long run.

  6. Η αποκλειστική εξάρτηση από τη σάρκινη δύναμη μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία μακροπρόθεσμα.

Ετυμολογία

Η λέξη "fleshly" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "fleshlich," σχετικά με τη σάρκα, και συνδέεται με την παλαιά Αγγλική λέξη "flesc." Η λέξη "strength" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "strengtha," που σημαίνει δύναμη ή ισχύς.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - σωματική ισχύς - φυσική δύναμη

Αντώνυμα: - πνευματική δύναμη - ηθική ισχύς



25-07-2024