Το "flicker factor" είναι ένα ουσιαστικό.
/fˈlɪkər ˈfæktər/
Ο "flicker factor" αναφέρεται σε μια μετρήσιμη παράμετρο που σχετίζεται με τις διακυμάνσεις της φωτεινότητας σε μια πηγή φωτός, όπως οι λάμπες ή οι οθόνες, και μπορεί να έχει επιπτώσεις στην οπτική άνεση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τομείς της φωτιστικής τεχνολογίας και της οπτικής επιστήμης.
Είναι μια τεχνική έννοια που χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα και έρευνες, αντί στον προφορικό λόγο, και η συχνότητά της μπορεί να είναι σχετικά περιορισμένη, επηρεαζόμενη από τον τομέα εφαρμογής.
Ο παράγοντας αναλαμπής της LED λάμπας είναι χαμηλός, κάνοντάς την άνετη για διάβασμα.
Engineers must consider the flicker factor when designing lighting systems.
Μέχρι στιγμής, ο όρος "flicker factor" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Παρ' όλα αυτά, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες σχετικές προτάσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν στον τομέα της φωτιστικής τεχνολογίας.
Αν ο παράγοντας αναλαμπής είναι πολύ υψηλός, μπορεί να οδηγήσει σε οπτική δυσφορία για τους χρήστες.
A lower flicker factor is often preferred in environments where people work for long hours.
Ένας χαμηλότερος παράγοντας αναλαμπής προτιμάται συχνά σε περιβάλλοντα όπου οι άνθρωποι εργάζονται για πολλές ώρες.
It's important to test the flicker factor of new lighting technologies before mass production.
Ο όρος "flicker factor" προέρχεται από τη λέξη "flicker", που σημαίνει "αναλαμπή" ή "γρήγορη αλλαγή", και τη λέξη "factor", που σημαίνει "παράγοντας". Συνδυάζει την έννοια της εναλλαγής που παρατηρείται στο φως με την ποσοτική διάσταση του όρου παράγοντας.
Light modulation (τροποποίηση φωτός)
Αντώνυμα: